Η ζωή του γέρου και η πλάκα της.


Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, ότι στοχάζοταν κάτι δυσάρεστο. Ακίνητος για ώρες, με κλειστά τα μάτια, με την αναπνοή ανεπαίσθητα αντιληπτή. Ακόμη κι αν κάποιος τολμούσε μια τέτοια υπόθεση, ένα χαρακτηριστικό υπομειδίαμα και το αρυτίδωτο πρόσωπό του θ’ απέτρεπε μια τέτοια σκέψη.
Το πιο πιθανό ήταν να σκεφτεί κανείς ότι ξετυλιγόταν από το παρελθόν του ό,τι πιο ηδονικό κι ευχάριστο μπορεί να συντηρηθεί στη μνήμη.
Κανείς δε θα μπορούσε να υποθέσει ότι αυτές τις ώρες, μεγάλο μέρος της ημέρας και της νύχτας, αναζητούσε στο λαβύρινθο του παρελθόντος του τα λάθη της ζωής του. Και τίποτε δεν άλλαζε στην όψη του όταν έκανε τα πιο τρελά σχέδια για το μέλλον. Όχι σα μια πιθανότητα, αν δηλαδή η ζωή του διαρκούσε πολλά χρόνια ακόμη, αλλά σα βεβαιότητα που έμελλε να συμβεί και ήταν υποχρεωμένος να οργανώσει.