Ινδιάνος του Μεταξουργείου ή ξανθός γύφτος;


Φορούσε χειμώνα καλοκαίρι μια μακριά γκρίζα καμπαρτίνα και τραγιάσκα στο ίδιο χρώμα. Ψηλός, τεράστιος και γαλανομάτης με τα μαλλιά του κάτασπρα. Συνήθως ήταν αξύριστος κι άκουρος. Τα παπούτσια του σε άθλια κατάσταση.
Πρωτοεμφανίστηκε στη γειτονιά αμέσως μετά το Δεκέμβρη του ’44. Ήταν τελείως άτοπος και στην όψη αλλά και γιατί ζητιάνευε, δραστηριότητα που απουσίαζε από τη γειτονιά μας, καθότι φτωχική. Αλλά και ο τρόπος που το ‘κανε ήταν κακοταίριαστος με όσα οι επαίτες συνηθίζουν. Δεν είχε στέκι στο δρόμο ή στην πλατεία, ούτε έτεινε το χέρι, κτυπούσε τις πόρτες στο κουδούνι ή στο ρόπτρο, ή ακόμη και με το χέρι στις αυλόπορτες και όταν του άνοιγαν, πολύ ευγενικά, λέγοντας πάντα καλημέρα, ζητούσε φαγητό. Χρήματα δε ζητούσε ποτέ, αλλά και δεν τ’ αρνιόταν όταν κάποιος του ‘ δινε. Τα έβαζε με μια γρήγορη κίνηση στη τσέπη της καμπαρτίνας, χωρίς να τα κοιτάξει.
Κανείς στη γειτονιά δεν ήξερε που έμενε, αν είχε οικογένεια, από πού ήρθε, πλήρες μυστήριο. Εμφανιζόταν κατά τις έντεκα το πρωί και περιπλανιόταν από τα σίδερα του τρένου στην Αχιλλέως, μέχρι το σταθμό Λαρίσης, το θέατρο του Σαμαρτζή και την πλατεία Μεταξουργείου. Μια σχετικά περιορισμένη περιοχή, μέσα στην οποία μπορούσες να τον δεις σε κάθε σημείο της. Μέχρις νωρίς το απόγευμα. Μετά εξαφανιζόταν σαν να τον κατάπινε η γη.
Ο ευγενικός τρόπος και η κορμοστασιά του, είχαν κάνει εντύπωση σε όλους. Σιγά-σιγά έγινε καλόδεχτος κι άρχισαν να διαδίδονται πληροφορίες που αφορούσαν στο άτομό του, από τους συνήθως καλά ενημερωμένους. Μια φήμη έλεγε ότι ήταν Ρώσος εμιγκρές που ‘χε έρθει στην Ελλάδα πλούσιος στα 1920 κι είχε σπαταλήσει τα χρήματά του στις γυναίκες και τις ασωτίες. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν πρώην όμηρος, που σκοτώθηκε η οικογένειά του στα Κρώρα και μόνον αυτός γλίτωσε. Κάποιοι άλλοι, πολύ καλά πληροφορημένοι ως συνήθως, έλεγαν ότι ήταν νόθο παιδί μιας Αθηναίας αριστοκράτισσας και ενός γύφτου.
Ο καφετζής που ήταν ένα είδος ημιεπίσημου πρακτορείου ειδήσεων, βεβαίωνε ότι ήταν επαρχιώτης που είχε κάνει χρόνια φυλακή για το φόνο της άπιστης γυναίκας του. Λέγονταν κι άλλα διάφορα και παράξενα, που δεν αξίζει να τ’ αναφέρει κανείς.
Με κανέναν δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις, φερόταν σ’ όλους το ίδιο, ευγενικά αλλά συγκρατημένα. Ούτε κουβέντα, ούτε αστεία, ούτε τίποτα. Όταν τον ρωτούσες τ’ όνομά του, έλεγε Γιάννης, για όλους ήταν ο Μπάρμπα-Γιάννης.
Σπίτι μας ερχόταν μια-δυο φορές το μήνα. Η γιαγιά του έστρωνε στη κουζίνα και του σερβίριζε, αφήνοντάς τον μόνο να φάει. Είχα παρατηρήσει και μου ‘χε κάνει εντύπωση, ότι ενώ ήταν μια γυναίκα με εδραιωμένη ταξική αντίληψη ανωτερότητας, αυταρχική και καλοζωισμένη, με τον Μπάρμπα-Γιάννη γινόταν άλλος άνθρωπος. Χαμογελούσε, πράγμα σπάνιο για κείνη, γλύκαινε το πρόσωπό της, χωρίς όμως πολλές κουβέντες. Φαινόταν ότι της άρεσε αυτό πού ‘κανε και το ‘κανε για την ευχαρίστησή της κι όχι για το ψυχικό, όπως έλεγε. Ποτέ δεν την άκουσα να τον ρωτήσει κάτι, ενώ η συνήθειά της ήταν ν’ ανακρίνει τους πάντες.
Η πιτσιρικαρία του Μεταξουργείου τον είχε βαπτίσει «γκρίζα αρκούδα», είχαμε μόλις μυηθεί στα γουέστερν, στο θέατρο της γειτονιάς που λειτουργούσε σα σινεμά τότε. Ο επιχειρηματίας έβαζε πριν από την ταινία συνέχειες από περιπετειώδη επεισόδια τα λέγανε.  Φουμαντσού, Τομ Μιξ, Μαύρη Μάσκα κ.α. Είναι εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς τι σήμαινε αυτό για τους πιτσιρικάδες, σκληρός αγώνας για να βγει το εισιτήριο.
Στην πλατεία του Αγ. Παύλου, τη γειτονιά πάνω από το σταθμό, υπήρχε ένα γαλατάδικο. Με εκείνη τη χαρακτηριστική γλυκιά μυρωδιά της κρέμας του γαλατομπούρεκου. Μια δυο φορές τον είδα να πίνει γάλα, καθισμένο σ’ ένα από τα τραπεζάκια που ο γαλατάς έβγαζε στο πεζοδρόμιο. Με χαιρετούσε πάντα χαμογελώντας με το υποκοριστικό που με φώναζαν στο σπίτι. Μια από αυτές τις φορές, όσο κοντοστάθηκα να του μιλήσω, βγήκε από το μεγάλο καφενείο που βρισκόταν απέναντι στο πλαϊνό της εκκλησίας, ο Βίκτορας, ένας τύπος της γειτονιάς, μισότρελος, συνταξιούχος χωροφύλακας, που ‘λεγαν ότι τρελάθηκε στην υποχώρηση της Μ. Ασίας. Ήρθε ίσα πάνω μας κοιτάζοντας το γέρο κατάπληκτος. Εσύ είσαι ρε Ιβάν; Ζεις; Τα μάτια του γέρου βούρκωσαν, μια κοίταγε το Βίκτορα, μια εμένα, ήταν τελείως αιφνιδιασμένος, αισθάνθηκα άσχημα, χαιρέτησα κι έφυγα.
Από κείνη τη μέρα, όποτε τον αντάμωνα, στο σπίτι ή στο δρόμο, με κοίταζε με ένα βλέμμα συνενοχής, σα να μου γύρευε να μη μαρτυρήσω το μυστικό του όνομα.
Πολλά χρόνια μετά, σε μια κουβέντα π’ ούτε θυμάμαι πως ξεκίνησε, μου ‘πε η μάνα μου, η γιαγιά είχε πεθάνει καιρό πριν, ότι ήταν άνθρωπος με τρόπους, του κόσμου, κι ότι αυτό φαινόταν απ’ όλα του τα φερσίματα. Ούτε τότε δεν τόλμησα ν’ αποκαλύψω το μυστικό του. Ο Μπάρμπα-Γιάννης είχε φύγει χρόνια πριν, το χειμώνα του 53, ένα πρωί τον βρήκαν παγωμένο από το κρύο, σκεπασμένο με εφημερίδες, με την καμπαρτίνα και την τραγιάσκα, στο βάθος μιας σκάλας ενός υπογείου απέναντι από το θέατρο Περοκέ.