Ο κόκκινος Βούδας 2


…………………………………………………………
Για μια δυο μέρες δεν τον είδε πουθενά.
Παρόλον ότι η εμφάνιση του Κόκκινου τον είχε ταράξει, άλλες σκέψεις παίδευαν το μυαλό του. Τι σήμαινε άραγε αυτό που λεγόταν, σχετικά με το δάσκαλο, δηλαδή ότι όταν ο μαθητής είναι έτοιμος, ο δάσκαλος εμφανίζεται; Ποιος λέει πως είναι κάποιος έτοιμος; Υπήρχαν όμως και πιο πρακτικά ζητήματα. Όλα έδειχναν, ότι πράγματι όλα αλλάζουν. Όλα εκτός από ένα, ποτέ και με τίποτα: Οι πατριώτες του και τα καμώματά τους.
Επιφανειακά βέβαια, αλλαγές γίνονταν στα ρούχα που φόραγαν, στα φαγητά και στα ποτά, γενικότερα στην πιθηκίσια κατανάλωση, πρώτοι. Μέσα τους όμως, στη νοοτροπία, στο βάθος τίποτα, βρε όλος ο κόσμος άλλαζε, αυτοί τίποτα. Η πολυπόθητη πτώση των δικτατόρων δεν έφερε καμιά ουσιαστική αλλαγή, εκτός βέβαια από τις συλλήψεις, τις φυλακές και τα βασανιστήρια που απ’ ότι φαινόταν σταμάτησαν. Όλοι ξανάπιασαν το πλέξιμο εκεί που το είχαν αφήσει το 67.
Τόσος κόσμος είχε μαρτυρήσει, άνθρωποι τυράννησαν ανθρώπους, τόσα παιδιά σκοτώθηκαν, η εξέγερση στο Πολυτεχνείο, δυστυχία και μαύρες ημέρες. Αυτοί ξανάπιασαν το βιολί τους, ο μέγας κάτσετε καλά γιατί έχει κι άλλα τανκ, ο σωτήρας των αστών, το στιγμιαίο αδίκημα. Ό,τι γινόταν πάντα.
Η μεγάλη απελπισία όμως ήταν γι’ όσους καταλάβαιναν κάτι παραπάνω, ότι τα χρόνια αυτά απομυθοποίησαν την παλαιά αντίσταση, είχαν τώρα τη δική τους ιστορία, το δικό τους μερτικό. Εμπειρία συγκλονιστική, γιατί είδαν, όσοι έβλεπαν, τις ίδιες βλακείες που κρατούσαν την κοινωνία στην πλάνη, τις ίδιες βλακείες από δεξιά και αριστερά, από τους ουρανούς κι από τα βάθη της γης.
Νέα φαινόμενα, αλλά παλιές αμαρτίες, η άσκηση της βίας, η τρομοκρατία, οι μαοϊκοί αριστερότερα από τους νομιμοποιημένους πλέον κλασσικούς, αλλά και από τους διασπασμένους, τους αναθεωρητές κ.λ.π.
Η δεξιά συμπαγής με το χουντικό κομμάτι χώρια, σαν άλλοθι νομιμότητας, πώς να μην είναι άλλωστε συμπαγής αφού διαθέτει την ισχυρότερη κόλλα, τα θολά νερά και το ατομικό συμφέρον, πάνω απ’ όλα.
Μέσα σ’ όλα αυτά που τον βασάνιζαν, τον άφησε και το πρόσωπο. Το μόνο που του έμενε ήταν να περιμένει το δάσκαλο, τι έπρεπε όμως να κάνει για να είναι έτοιμος;
Είναι περιττό να περιγράψω το τι τράβηξε από γνωστούς του και τους συντρόφους του όταν μαθεύτηκε ότι μπλέχτηκε με τ’ ανατολίτικα.
Όλοι είχαν κάτι να πουν, κι όλοι έτρεχαν να του το μεταφέρουν.
Ο Παντελής, παιδικός φίλος και συναγωνιστής, ο μοναδικός που εκμυστηρεύτηκε το όραμα του Κόκκινου του ‘πε ανήσυχος: «Πρόσεχε, γιατί όπως πας, σε βλέπω στο Δαφνί». Όμως ήταν τόση η απελπισία του για όσα έγιναν και όσα γίνονταν που ήταν αμετακίνητος. Ούτε αυτός δε θυμόταν πώς έγινε η στροφή στο μυαλό του, αλλά ήταν σίγουρος ότι το ήθελε και η καρδιά του.
Όπως τα σκεφτόταν, το πιο πιθανό να συνέβη ήταν διαβάζοντας ένα άσχετο βιβλίο που σε κάποιο σημείο ανέφερε κάποια λόγια του ιστορικού Βούδα: «Μην ακούτε κανέναν, ούτε βιβλίο ή πρόσωπο, όσο αυθεντία κι αν είναι, βρείτε μέσα σας την αλήθεια, δοκιμάστε την στην πράξη κι αν είναι αρμονική με σας και με τους άλλους, ακολουθείστε την». Δεν το θυμόταν βέβαια μ’ αυτά τα λόγια, αλλά γενικά κάπως έτσι.
Βάλσαμο στάθηκαν στην καρδιά του μέσα, βαθιά. Ήταν άραγε δυνατόν να συμβεί αυτό; Από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του, πάντα, κάποιος του ‘λεγε ποιο είναι σωστό και ποιο λάθος, τι πρέπει να κάνει και τι όχι. Αυτό που γύρευε χρόνια δεξιά κι αριστερά, στη γη και στον ουρανό, υπήρχε, είπε ο Βούδας, μέσα στους ανθρώπους.
Αναστατώθηκε και το ‘ριξε στο διάβασμα. Δημιουργήθηκε πρόβλημα στα ράφια της βιβλιοθήκης, προστέθηκαν κομμάτια, άρχισαν να στοιβάζονται στο πάτωμα τα νέα βιβλία.
Σε κανένα χρόνο εμφανίστηκε ο Κόκκινος. Διερωτήθηκε, μήπως αυτός ήταν ο δάσκαλος; Μετά εξαφανίστηκε.