Ο κόκκινος Βούδας 3


……………………………………………………………
Σε δύο, τρεις εβδομάδες, νάτος πάλι. Ένα βράδυ, γυρνώντας σπίτι απ’ τη δουλειά, μια σιγουριά τον κατέκλυσε, αυτή που είναι τόσο γνωστή αίσθηση, σ’ αυτούς που με πρωτόγνωρο τρόπο, πρωτοξυπνά η διαίσθηση. Θα ήταν σπίτι να τον περιμένει! Αυτός ο άγνωστος και τόσο οικείος κόκκινος άνθρωπος είχε μπει για τα καλά στο μυαλό του. Κατέβηκε στη στάση του, έξω από το σινεμά που ήταν στη γωνία, μπάτσοι έκαναν έλεγχο σε ταυτότητες. Ψιχάλιζε από το απόγευμα και όλα ήταν υγρά.
Έφτασε σπίτι, με αδημονία μπήκε, πράγματι ήταν εκεί.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ένοιωσε πολύ καλά. Την ίδια αίσθηση είχε κι όταν πριν από κάποια χρόνια είχε γυρίσει σπίτι του μετά από μεγάλα ταξίδια. Δεν ήταν όμως το σπίτι, αλλά ο Κόκκινος.
Σε κείνη την επίσκεψή του συνέβησαν πολλά παράδοξα. Κατ’ αρχάς ο κόκκινος Βούδας άρχισε να του μιλά αλλά και να του απαντά σ’ οιοδήποτε ερώτημα ή απορία σχηματιζόταν στο νου του, χωρίς να ρωτήσει.
Ήρθε ο Παντελής σπίτι, και κατάλαβε ότι δεν έβλεπε τον κόκκινο Βούδα, ούτε τον άκουγε. Δεν τόλμησε να ρωτήσει τον Παντελή αν τον βλέπει όταν απόρησε γιατί φερόταν σαν να ήταν μόνο οι δυο τους στο δωμάτιο, ενώ ο κόκκινος Βούδας ήταν στην πόρτα της κουζίνας. Μετά όταν έμειναν μόνοι τον ρώτησε. Ο κόκκινος Βούδας του απάντησε «Βλέπουν μόνο όσοι αναζητούν τον εαυτό τους». Τον ρώτησε αμέσως «Δηλαδή υπάρχουν κι άλλοι που τους επισκέπτεσαι και σε βλέπουν;» Του απάντησε «Η αδελφότητα».
Ποια αδελφότητα, σκέφτηκε, εγώ δεν ανήκω σε καμιά αδελφότητα. Ο κόκκινος Βούδας του απάντησε σα να είχε ακούσει τη σκέψη του «Όλοι όσοι βρίσκονται σ’ αυτό το δρόμο της αναζήτησης ανήκουν σε μια αδελφότητα». «Μα εγώ δεν ξέρω κανένα», ο Κόκκινος του απάντησε, «Όταν έρθει η ώρα θα τους γνωρίσεις».
Ήταν σίγουρος ότι αυτός ήταν ο Δάσκαλος. Τα ερωτήματα πέφτανε βροχή. Του είπε «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατακτήσεις είναι ο έλεγχος της ταχύτητας που έχει η ορμή σου. Την επόμενη φορά που θα βρεθούμε θα σου πω για το διαλογισμό».
…Την άλλη μέρα είχε φύγει πάλι.