Τεχνοκρατική κοινωνία και ο ταξικός χαρακτήρας της


Ένας λειτουργικός κομμουνισμός που χαρακτηρίζει την φυσική τάξη σαν οικονομία διαχείρισης της ύλης, της ενέργειας και της πληροφορίας, στηρίζεται μοναδικά στο ότι πουθενά στη φύση δεν υπάρχει, εκτός από τον άνθρωπο, ατομικότητα με την έννοια της αυτοσυνείδησης του «εγώ». Σε παρένθεση σημειώνεται ότι αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος σαν είδος κυριάρχησε σε όλο τον πλανήτη επίσης είναι και σπουδαίος λόγος για τον οποίο η κομμουνιστική κοινωνία θα μείνει μία ιδεατή θεώρηση, ευγενική μεν αλλά ανέφικτη.
Αυτός ο «εγωισμός» και η ξεχωριστότητα του ατόμου από το όλο, εξασφαλίζει μεν την αυτονομία αλλά όχι την αλληλεξάρτηση, έτσι η βασική αντίφαση αυτονομία – αλληλεξάρτηση η οποία θα εξασφάλιζε τη δυναμική μιας διαλεκτικής διεργασίας, δεν είναι σταθερή.
Η ξεχωριστότητα καταλήγει μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες στη μηχανοποιημένη κοινωνία της ειδίκευσης καταρχάς σε μια λογική τάξη που κυριαρχεί ιεραρχώντας απαραβίαστα μέσω των ελέγχων. Ακολούθως στη διακριτική ταξινόμηση των ρόλων, ένας κατακερματισμός, βάσει κυρίως της μηχανιστικής εκπαίδευσης που αντανακλάται είτε στην εργασία είτε στην κοινωνική διαστρωμάτωση, στηρίζοντας έτσι την κυρίαρχη ιεράρχηση. Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο στηρίζεται κάθε εξουσία, με μηχανιστική δομή οιασδήποτε ιδεολογίας ή πρόθεσης, από την αγιοποίηση του κέρδους έως τη δικτατορία της επαναστατικής ορθοδοξίας..
Αυτός ο «εγωισμός της ξεχωριστότητας» καταλήγει να είναι το κυριότερο εμπόδιο για την εγκαθίδρυση μιας αταξικής και δικαιότερης κοινωνίας. Το ότι η μηχανιστική θεώρηση, δηλαδή ο καπιταλισμός, παλιός και νέος, έχει εξαιτίας της αφυσικότητάς του συνεχείς κρίσεις δεν σημαίνει αυτόματα ότι είναι ορθή η «Μαρξιστική θεώρηση», όπως ερμηνεύεται από την γραφειοκρατία, σε σχέση με τον καταμερισμό της εργασίας.
Κυρίως όμως δημιουργούνται ερωτηματικά για το πώς αυτός ο καταμερισμός θα υπερνικηθεί με την ανάπτυξη των «πολύμορφων ικανοτήτων» δηλαδή με την «ολόπλευρη και ολοκληρωτική ανάπτυξη της προσωπικότητας» του κάθε ανθρώπου. Έτσι μάλλον μία θεολογική ποιότητα και ελπίδα εκφράζεται παρά επιστημοσύνη.
Μιας τέτοιας μορφής μηχανοποιημένη κοινωνία και εξουσία έχει σαν προϋπόθεση την χρήση της μηχανής τόσο στην παραγωγή αγαθών όσο και στον έλεγχο, την διανομή και την κατανάλωση, σε μια ευθέως ανάλογη σχέση. Δηλαδή όσο πιο πολύ χρησιμοποιούνται οι μηχανές τόσο η κοινωνία καθίσταται ταξικά, ειδικά, μηχανοποιημένη.
Σαν συμπέρασμα αν και εφόσον τα παραπάνω ισχύουν, μπορεί εύκολα να εξαχθεί ότι «σε μια κοινωνία που στηρίζεται σε μηχανές είναι αδύνατο να καταργηθούν οι ειδικοί, στην ουσία οι τάξεις ή ακόμα πιο απίθανο ν’ αυτοκαταργηθούν από την ολοκλήρωση της προσωπικότητας, των κατόχων, των σχεδιαστών, των χειριστών, των κατασκευαστών αλλά και των χρηστών». Αυτό γιατί η ταξικότητα που προκύπτει αποτελεί εκτός από λειτουργικό και δομικό στοιχείο. Στις κοινωνίες με ανεπτυγμένη τεχνογνωσία και τεχνικές εφαρμογές το να έχουν αταξικό χαρακτήρα είναι όπως φαίνεται από την ιστορία μέχρι σήμερα απίθανο να επιτευχθεί εξελικτικά αλλά ούτε και με επαναστατική βία.
Η μηχανοποιημένη κοινωνία όμως γίνεται πεδίο για αντιφάσεις και μέσα στην εργατική τάξη την ίδια. Ο Φ. Ένγκελς στο έργο του «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη» σημειώνει:
«…Έτσι οι μηχανές το ισχυρότερο μέσο για τη συντόμευση του εργάσιμου χρόνου, μετατρέπονται στο πιο αλάνθαστο μέσο ώστε να τεθεί κάθε στιγμή του χρόνου του εργαζόμενου και της οικογένειάς του στη διάθεση του κεφαλαιοκράτη με στόχο την αύξηση της αξίας του κεφαλαίου αυτού του τελευταίου… Έτσι η υπερεργασία του ενός τμήματος της εργατικής τάξης γίνεται η προϋπόθεση για την πλήρη ανεργία του άλλου τμήματος της εργατικής τάξης και η μεγάλη βιομηχανία και το εμπόριο που σ’ όλη τη γήινη σφαίρα κυνηγά να βρει νέους καταναλωτές, περιορίζει και επιβάλλει συρρίκνωση στην εσωτερική της αγορά, καταδικάζοντας και μέρος της εργατικής τάξης στη φτώχεια…»
Εξετάζοντας επιπρόσθετα τις επιπτώσεις και στο ατομικό επίπεδο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο σύνθετο σύστημα άνθρωπος – μηχανή, το στοιχείο που διαθέτει προσαρμοστικότητα είναι ο άνθρωπος ενώ η μηχανή δεν διαθέτει παρά τις προθέσεις του σχεδιαστή της, που είναι, σε γενική θεώρηση, το ωφελιμιστικό κέρδος ή η κάλυψη της ανάγκης. Η μηχανοποίηση του όλου συστήματος που θα προκύψει από την αναγκαιότητα του επιδιωκόμενου έργου και τη φυσική προσαρμοστικότητα του ανθρώπου – χρήστη θα είναι η ελάχιστη και η καταναγκαστική για την αρνητική εντροπία που χαρακτηρίζει τη ζωή. Στην περίπτωση όμως της ωφελιμιστικής εκμετάλλευσης, η προσαρμογή του ανθρώπου – χρήστη θα είναι υποταγμένη στις προθέσεις του σχεδιαστή του μηχανισμού και ανάλογη των ορίων αυτού του μηχανισμού.
Σταδιακά δηλαδή, όσο διευρύνεται η ωφελιμιστική χρήση των μηχανισμών και κύρια των αυτοματικών και των μηχανισμών «πληροφορίας», ο χρήστης θα μηχανοποιείται και, κατ’ ανάγκη, όλο το κοινωνικό σύνολο θα προσαρμόζεται μέσω των μηχανών στις προθέσεις αυτών που κατέχουν ή σχεδιάζουν τα μηχανικά μέσα. Με αυτήν την τοποθέτηση, η αλλαγή και μόνον της κυριότητας των μέσων δεν αποκαθιστά τη φυσικότητα στην κοινωνική λειτουργία, αλλά απαιτείται επαναπροσανατολισμός της κατεύθυνσης προς την οποία στοχεύουν οι μηχανές και του ορίου μέσα στο οποίο αυτοματικά αυξάνεται το διαθέσιμο πλεόνασμα έργου. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου δηλαδή η αποδοτική και γραμμική λειτουργικότητα υπερισχύει του αναγκαίου και κυκλικού δεσμού ανθρώπου – περιβάλλοντος, θα εδραιώνεται μια τακτοποίηση από στοιχεία ειδικού λειτουργικού χαρακτήρα. Η τακτοποίηση αυτή ενισχύει, στερεώνει και υπερασπίζεται την αρχική λειτουργική διαφοροποίηση, με αποτέλεσα να αντανακλάται και στη δομή του συστήματος, η οποία έτσι παίρνει έναν ταξικό χαρακτήρα. Αυτός ο λειτουργικά ταξικός χαρακτήρας δεν έχει σχέση με την παραδοσιακή ή ιστορική μορφή, αλλά είναι στην κυριολεξία νεοταξικός. Στην πράξη, όλες οι διακρίσεις που προέρχονται από τη διαφορετικότητα που επέβαλε μια γενεαλογική, θεολογική ή οικονομική ιεράρχηση καταργούνται και κυριαρχεί η λειτουργική ένταξη στο μηχανοποιημένο σύστημα. Οι νέες τάξεις αφορούν στη λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα του μηχανισμού και μόνον. Το σύστημα, έτσι, σταδιακά οδηγείται στην απώλεια κάθε δεσμού συνολικότητας, καθίσταται συνάθροισμα και μεταλλάσσει τους εσωτερικούς δομικούς δεσμούς σε λειτουργικές συζεύξεις. Η φυσική ανάγκη της δομικής συνύπαρξης που εμφανίζεται σε κάθε κοινωνικό φαινόμενο, δρώμενο ή νοούμενο και συμπληρώνεται αρμονικά με σύμπραξη, φιλότητα και συμπάθεια, εξαιτίας της μηχανοποίησης και της γραμμικότητας μετατρέπεται σε απλή λειτουργική συμμετοχή στο μηχανοποιημένο σύστημα, με στόχο την ατομική ωφέλεια, και εμφανίζεται σε κάθε πράξη, λέξη ή σκέψη ανταγωνιστικά, εχθρικά και βίαια.
Η έννοια της ωφέλειας, εκτός από την κατεύθυνση της αύξησης του πλεονάσματος και του κέρδους, έχει και την κατεύθυνση της διάρκειας και της μη απώλειας του κεκτημένου. Η ωφελιμιστική κατεύθυνση, δηλαδή, δεν παραβιάζει μόνο τη φυσική αρχή της πληρότητας, αλλά και την παροδικότητα και τη ροή. Με αυτή την τοποθέτηση γίνεται κατανοητό ότι ο βαθμός αφυσικότητας ενός συστήματος είναι ευθέως ανάλογος της μηχανοποίησής του.