«Διανοούμενοι ή ενεργούμενοι; Ή μήπως απλά θεωρούμενοι σαν τέτοιοι;»


Κάποιοι αναρωτιούνται ακόμη γιατί έγινε το πραξικόπημα το ’67. Οι πιο πολλοί δεν αναρωτιούνται καθόλου. Απλά είναι κάτι που αφορά στο παρελθόν.
Όλος ο μηχανισμός που κινήθηκε εκείνο το βράδυ ήθελε ν’ αποτρέψει τις εκλογές που θα αναδείκνυαν νικητή το ένα απ’ τα δύο αστικά κόμματα; Δεν ήταν γνωστό στους πραξικοπηματίες ότι οι αρχηγοί των κομμάτων είχαν συμφωνήσει ότι ο χαμένος θα αναγνώριζε τη νίκη του άλλου χωρίς καμιά αμφισβήτηση; Μήπως υπάρχει κανείς που πίστεψε τον τρελό γυψαδόρο για τον επικείμενο κομμουνιστικό κίνδυνο; Ποιος ήταν τελικά ο στόχος; Με τη χρονική απόσταση των πενήντα σχεδόν χρόνων είναι ασφαλές να διακινδυνεύσει κάποιος μια πολιτική εξήγηση; Για όποιον κατάφερε να κρατήσει την σκέψη του ικανή κι ανεπηρέαστη απ’ τη χυδαιότητα που κατέκλυσε αυτά τα χρόνια την πατρίδα μας, η εικόνα είναι διαυγής.
Διανοούμενος θεωρείτο ανέκαθεν ο άνθρωπος ανωτέρας μόρφωσης και σκέψης. Ο ταξικός χαρακτήρας της αστικής κοινωνίας ενίσχυε με κάθε τρόπο το διαχωρισμό της «πνευματικής» και χειρωνακτικής εργασίας. Αντίθετα, οι Μαρξιστές-Λενινιστές επέκριναν την άποψη αυτή. Εφευρέθηκαν οι «εργάτες του πνεύματος». Η στενή έννοια του διανοούμενου επικράτησε στη σοβιετική κοινωνία, μια κοινωνία η οποία δεν ξέκοψε ποτέ με το αστικό πρότυπο« περιλάμβανε και τους ειδικούς, άτομα δηλαδή με εξειδικευμένη τεχνολογική ή πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Έτσι, για τη σοβιετική κοινωνία, οι διανοούμενοι δεν ανήκαν σε τάξη αλλά περιλαμβάνονταν, κυβερνητικοί υπάλληλοι, επιστήμονες, εκπαιδευτικοί, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, οικονομικά και τεχνικά στελέχη, συγγραφείς, πολίτες, υπάλληλοι γραφείων κ.λ.π.
Η ίδια περίπου τακτοποίηση επικράτησε και στη Δύση τα χρόνια του ψυχρού πολέμου.
Κάποιοι, ελάχιστοι, πιστεύουν ότι η ιδιότητα του διανοούμενου δεν καθορίζεται από την επαγγελματική ένταξη αλλά προκύπτει από την υπέρβαση της επαγγελματικής ταυτότητας και από την ενεργητική συμμετοχή στη δημόσια συζήτηση και τη μάχη των ιδεών. Όπως όμως και να ορίσουμε τη διανόηση, σημαντικό μέρος της είναι υποχρεωμένο να εξυπηρετεί την τάξη που βρίσκεται στην εξουσία. Αυτό συμβαίνει γιατί η ομάδα ή η τάξη που κατέχει την εξουσία ελέγχει και τα μέσα έκφρασης, κι όπου αυτό δεν είναι εφικτό επεμβαίνει κατασταλτικά. Έτσι γίνεται φανερό ότι ελευθερία μπορεί να υπάρξει μόνο στη σκέψη αλλά όχι στην έκφραση. Η διανόηση ποτέ δεν υπήρξε στο παρελθόν ανεξάρτητη τάξη. Η στρατολόγηση γίνεται από διάφορες τάξεις και η δραστηριότητά της καθορίζεται από τα συμφέροντα που υπηρετεί.
Η τεχνολογική κυριαρχία τα τελευταία χρόνια, κάνει ολοένα και πιο πολυάριθμη τη «διανόηση» και αναβαθμίζει συνεχώς τον κοινωνικό της ρόλο. Αυτή η αύξηση όμως του πληθυσμού των διανοούμενων δεν αντιστοιχεί με ποιοτική αύξηση του έργου. Από τα αρχαία χρόνια, σαν χρέος των διανοούμενων θεωρείται η αντίσταση απέναντι στη βαρβαρότητα και σ’ όλες τις δυνάμεις που περιορίζουν την ελευθερία και υποβαθμίζουν το στοχασμό. Οι διανοούμενοι, κατά παράδοση, βρίσκονταν στην πρωτοπορία των κινημάτων για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Εστία της διανόησης η αστική τάξη.
Από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, όλα τα κινήματα που αναπτύσσονται για περισσότερη ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη προέρχονται από τη δυναμική αυτής της αντίφασης. Με άλλα λόγια, οι αστοί διανοούμενοι προκαλούν τις αλλαγές και την εξέλιξη της τάξης απ’ την οποία προέρχονται. Σε ακραίες περιπτώσεις ο καπιταλισμός, με την αφυσικότητα και τη μηχανιστική λογική που τον θρέφει, μηχανοποιεί την κοινωνία, εξειδικεύει τον κοινωνικό άνθρωπο και του αποδίδει μόνο λειτουργικό χαρακτήρα, ένα απλό εξάρτημα σε μια τεράστια μηχανή χωρίς σκοπό άλλο εκτός από την παραγωγή κέρδους για τους ολίγους. Αυτή η άπληστη εκτροπή του κεφαλαίου προς την αφυσικότητα - αφυσικότητα γιατί στη φύση δεν υπάρχει κυρίαρχο γεγονός - καταστρέφει τον ποιοτικό χαρακτήρα του πολιτισμού. Τα πάντα γίνονται εμπόρευμα. Μεγάλο μέρος των διανοούμενων, στα χρόνια της καπιταλιστικής έκρηξης στην Ευρώπη (1950-1960), αντιστάθηκε σ’ αυτή την υποβάθμισή του σε εξαρτήματα της κερδοσκοπικής μηχανής και έτσι στράφηκε προς το λαό και την εργατική τάξη (Παρίσι-Μάης 1968). Στην πατρίδα μας, ο στόχος των προοδευτικών διανοούμενων ήταν η ποιοτική ανάκτηση των ανθρώπινων και κοινωνικών αξιών που είχαν υποβαθμιστεί μετά τη νίκη στον εμφύλιο και την εγκαθίδρυση, σαν συνέπεια, του κράτους της δεξιάς. Το διεθνές κεφάλαιο και οι ντόπιοι μεταπράτες και αντιπρόσωποί τους είχαν όμως άλλα σχέδια για τη χώρα μας. Ένας λαός Ζορμπάδων και ποιητών δεν μετατρέπεται σε μάζα καταναλωτών όσο οι διανοούμενοι, φυσική και κοινωνική πρωτοπορία, αντιστέκονται στη βαρβαρότητα. Ο τακτικός στόχος του πραξικοπήματος, όσο αυτό κι αν φαίνεται παράδοξο, ήταν η ανακοπή της πνευματικής άνοιξης που άνθισε στην πατρίδα μας την εποχή εκείνη. Στρατηγικός όμως στόχος ήταν ο εκχυδαϊσμός του λαού, η καταστροφή της αισθητικής, λαϊκής ή έντεχνης.
Οι πιο παλαιοί θα θυμούνται ότι στην εποχή της χούντας διαδόθηκε ο χλευαστικός χαρακτηρισμός «κουλτουριάρης». Επεβλήθη το κιτς σ’ όλους τους τομείς της δραστηριότητας, τόσο στο ατομικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Όσοι απαίδευτοι, ατάλαντοι και αγράμματοι είχαν μπει στο περιθώριο από την αστική διανόηση, πήραν την εκδίκησή τους μέσω χούντας. Ο λαός διεφθάρη.
Στο χουντικό Πάσχα το γαλάζιο αυγό έσπαγε το κόκκινο. Κύριο εργαλείο της διαφθοράς η τηλεόραση που απ’ την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα παίζει τον ίδιο ρόλο του βιαστή της αξιοπρέπειας και της αισθητικής. Οι περισσότεροι διανοούμενοι ή εσιώπησαν ή προσαρμόστηκαν τόσο στην ανωμαλία όσο και στην κατάσταση που ακολούθησε. Ελάχιστοι αντιστάθηκαν, όσοι ήταν πολιτικοποιημένοι« ολιγότεροι το κάνουν ακόμη. Εξάλλου, ο χρόνος και το γήρας είναι το ισχυρότερο όπλο ενάντια στην ανατρεπτική σκέψη.
Η τηλεόραση πήγε στο δημοτικό σχολείο τον καιρό της δικτατορίας, γυμνάσιο στη μεταπολίτευση, πανεπιστήμιο στη σοσιαλ-δημοκρατία. Πώς θα μπορούσε να είναι καλύτερη; Οι συγκυρίες αυτές ήσαν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να επιθυμεί το κεφάλαιο στην επίθεσή του ενάντια στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο άνθρωπος, προκειμένου να υπακούει στα τελεστικά μηνύματα και να καταστεί καταναλωτικό ενεργούμενο, πρέπει να πάψει να διανοείται. Το λεξιλόγιο περιορίζεται. Η σκέψη όμως γίνεται με λέξεις: όσο λιγότερες οι λέξεις τόσο πιο περιορισμένες οι σκέψεις. Η γλώσσα αποκτά συμβολικό χαρακτήρα, το νόημα χάνεται, αρκεί η εκτέλεση της εντολής. Η καρδιά του καπιταλισμού συμπυκνώνεται στην παγκοσμιοποιημένη εντολή «μη σκέφτεστε, καταναλώστε». Το διανόημα όμως αποτελείται από τρία στοιχεία, τα δύο υλικά: τη δράση και την ουσία. Το ρήμα και το όνομα. Το τρίτο στοιχείο, τελείως άυλο, είναι η συσχέτιση και η ένωση των δύο σε νόημα. Ποιο είναι το νόημα του ατομικισμού, της κατανάλωσης και του ευδαιμονισμού;