«Τα Φρονήματα των Θεών»


Επειδή οι άνθρωποι έχουν μόνο μία σκέψη κάθε φορά, αντιλαμβάνονται τις σκέψεις σαν μία σειρά. Η λογική τους και η αριθμητική, τους κάνει να πιστεύουν ότι αυτή η σειρά είναι διαδοχική σαν τους φυσικούς αριθμούς, δηλαδή μπρος-πίσω. Κάθε αριθμός σε σειρά υπάρχει αν προσθέσεις ή αφαιρέσεις τη ριζική του μονάδα στο πιο τελευταίο. Οι πιο πολλοί πιστεύουν ότι το ίδιο συμβαίνει και με τις σκέψεις. Αυτοί που σκέπτονται θα έχουν προσέξει ότι σε μια σειρά σκέψεων πάντα χωράει κάτι που διορθώνει κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα σε δύο σκέψεις. Αυτή η ενδιάμεση σκέψη παρ’ όλον ότι παράγεται μια ορισμένη στιγμή, η θέση της είναι πολύ πιο πριν στη σειρά. Το γεγονός αυτό, το οποίο δυστυχώς αγνοούν οι περισσότεροι, εξηγεί το γιατί ο κόσμος και η κοινωνία των ανθρώπων έχει τόσες ατέλειες, κυρίως όμως τόση αδικία ώστε οι άνθρωποι να είναι αναγκασμένοι να εφεύρουν τις ανθρώπινες ηθικές και τις δικαιοσύνες.
Για παράδειγμα, όπως μαθαίναμε όταν είμαστε μικροί, ο Θεός έφτιαξε αυτά την Δευτέρα και τ’ άλλα την Τρίτη κάποια την Τετάρτη κ.τ.λ. Αυτό δείχνει, όπως όλα όσα έχουν μια σειρά ότι αυτός που φτιάχνει κάτι μπορεί να το κάνει κατά τρεις τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι και ο πιο εύκολος να κατανοηθεί. Ξέρεις τι θέλεις, ολοκληρωμένα και το όλο θέμα το μοιράζεις ιεραρχικά, πρώτα αυτό, ύστερα το άλλο κ.λ.π.
Ο δεύτερος τρόπος εφαρμόζεται αν αυτό που θέλεις δεν το ξέρεις ολοκληρωμένα, ίσως περίπου, θολά, τέλος πάντων το γνωρίζεις πάνω-κάτω, λειψό. Φτιάχνεις και διορθώνεις αυτό που ‘φτιασες. Σε οδηγάει ένα δίδυμο, το θολό στόχευμα και το πραγματικό γεγονός που έχεις μπροστά σου. Η διαφορά μεταξύ τους καθορίζει το επόμενο βήμα.
Ο τρίτος και ίσως πιο συχνός τρόπος είναι να κάνεις ό,τι σου κατεβάζει η κούτρα ή η ανάγκη της στιγμής, και τον πιο πολύ χρόνο τον καταναλώνεις στο να εξηγήσεις εκ των υστέρων με λογική σειρά ό,τι έκανες. Παράγεται έτσι μια άλλη σειρά σκέψεων που μπορεί να φαίνεται λογική σειρά αλλά στην πράξη δεν είναι. Βέβαια, όλοι γνωρίζουν ότι η αλήθεια και η λογική δεν έχουν πολύ σχέση μεταξύ τους, αλλά οι περισσότεροι κάνουν ότι δεν το ξέρουν. Αν δεχτούμε τώρα ότι μόνον αυτοί οι τρεις τρόποι υπάρχουν και δεν υπάρχουν άλλοι, γίνεται εξαιρετικά δύσκολο να εξηγήσουμε τη δράση του μεγάλου αρχιτέκτονα. Σίγουρα δεν ενήργησε με τον πρώτο τρόπο, όπως φαίνεται από το ότι πρώτα έφτιασε τον άντρα και αφού αντιλήφθηκε ότι ο καημένος θα ‘θελε συντροφιά έφτιασε και τη γυναίκα, ενώ βέβαια  θα μπορούσε να φτιάσει ένα δεύτερο άντρα. Αν ακολούθησε τον δεύτερο τρόπο, δημιουργούνται απορίες για τις προθέσεις του αλλά και μια ανησυχία κι ανασφάλεια γιατί η πολυδοξασμένη σοφία του πάει περίπατο. Σαν πιο πιθανός φαντάζει ο τρίτος τρόπος, μόνο που σ’ αυτόν, ο αρχιτέκτονας δε δίνει λογαριασμό σε κανένα, αφού δεν υπάρχει ανώτερος, το ρόλο του λογικού ερμηνευτή έχει αναλάβει ο φουκαράς ο άνθρωπος. Δε φτάνει δηλαδή το ότι υφίσταται τις συνέπειες αυτής της ανευθυνότητας, πρέπει να τις αιτιολογεί και να τις δικαιολογεί  από πάνω.
Όλα τα παραπάνω μοιάζουν λογικά κι ωραία, αν και βεβαίως δείχνουν ότι όποιος τα σκέπτεται είναι μάλλον άσχετος με τον οφειλόμενο στα Θεία σεβασμό και την απαιτούμενη ευλάβεια. Έλα όμως που όταν σου έρθουν τέτοιες, κι άλλες χειρότερες, σκέψεις, είναι αδύνατο να τις διώξεις, κι όσο τις πολεμάς τόσο γίνονται πιο επίμονες.
Οι διανοούμενοι που ανήκουν στον ίδιο χώρο, είτε αυτός είναι ιδεολογικός, είτε θρησκευτικός, είτε άλλος –ικος, στο τέλος συμφωνούν. Ο καθένας στρώνει περίτεχνα τον δρόμο, ώστε τα συμπεράσματά του να πείθουν. Βάζει δηλαδή τα ερωτήματα για ν’ απαντήσει σ’ αυτά, όπως έχει προσχεδιάσει. Ένα παιχνιδάκι επιδέξια ή άτεχνα στημένο, ανάλογα με τα ταλέντα ή τις εμπειρίες του.
Υπάρχει μια υποψία που πλανάται ανάμεσα στους λιγότερο φοβισμένους ότι τόσο ο μεγάλος αρχιτέκτονας όσο και οι θεολόγοι, αλλά και οι τεχνοκράτες εφαρμόζουν αυτή τη μέθοδο. Το γεγονός αυτό είναι αδύνατο ν’ αποκαλυφθεί σ’ όσους οι επιθυμίες ή οι φόβοι, τους αναγκάζουν να στηρίζονται σε αυθαίρετα επινοήματα ή εξωφυσικά κατασκευάσματα και εκ των υστέρων επιχειρούν να τα λογικοποιήσουν  σε σειρές. Οι απλοί άνθρωποι δε διαλέγονται ούτε με τη θεολογία ούτε με την τεχνολογία, τους δύο πόλους δηλαδή που ορίζουν τη φυσικότητα και πέρα απ’ τους οποίους βασιλεύει η πλάνη. Απλώς φοβούνται κι ακολουθούν.