«Ο Έχων Δέκα»


Έχω ένα φίλο, τον Παντελή. Μεγαλύτερός μου στην ηλικία διαθέτει περισσότερες και πλουσιότερες εμπειρίες. Κυρίως όμως διαθέτει δύο προσόντα που τον κάνουν επιδεξιότατο στις παρατηρήσεις του, είναι απολίτικος και συμφεροντολόγος. Το πρώτο τον κάνει να είναι χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις αφού ως γνωστό οι ιδεολογίες και τα τοιαύτα κάνουν τον άνθρωπο άκαμπτο. Το δεύτερο τον ταυτίζει με το μέσο άνθρωπο έτσι ώστε η κρίση του να εκφράζει σίγουρα την κοινή γνώμη.
Η πρόσφατη κρίση στους  “θεσμούς” και στην κοινωνία γενικότερα, έγινε αφορμή όπως ήταν επόμενο αντικείμενο συζήτησης  ακόμη και στο δρόμο. Στα πεταχτά, στη λαϊκή, ανάμεσα στα μπρόκολα και τις πατάτες, μου λέει “Αφού ρε Κωστάκη τα ξέρεις, τι ρωτάς συνέχεια, δεν ξέρεις ότι οι ανενδοίαστοι κι ανεπαρκείς φτάνουν πάντα στα ψηλά” στην απορία μου “καλά ρε Παντελή, τα πρόσωπα είναι τέτοια, οι θεσμοί όμως; Ζυγίζοντας στο χέρι του ένα μάτσο παντζάρια, ατάραχος μου λέει: “ρε Κωστάκη, γέρασες και δεν κατάλαβες τίποτα, όταν τα πρόσωπα είναι ανάξια επικαλούμαστε τους θεσμούς, αν πάλι οι θεσμοί είναι αποτυχημένοι αναζητούμε τ’ άξια πρόσωπα για να τους σώσουν. Όπως στο τελωνείο τα βαριά τα χρεώνουν με το βάρος τα ογκώδη με τον όγκο.” Και συνέχισε “για όλα φταίει ο μεγάλος, αντί να πει τι κάνει όποιος έχει δύο, έπρεπε να πει τι κάνει όποιος έχει δέκα.”
Απομακρύνθηκε θριαμβευτικά σέρνοντας το καροτσάκι άδειο. Στο χέρι το δέμα με τα παντζάρια, τα φύλλα τους μαραμένα. Έμεινα στη μέση της λαϊκής αποσβολωμένος, όπως πάντα ο Παντελής μ’ άφηνε να βουρλίζομαι στις σκέψεις που μου προκαλούσε με όσα μου έλεγε. Καλά αυτό για τους θεσμούς κι εγώ το μισοπιστεύω, το άλλο τι το ήθελε; Για να λέμε την αλήθεια δεν είχε πολύ άδικο. Τα τελευταία χρόνια, το κακό παράγινε, μετά τη χούντα, τα νοήματα και οι λέξεις κακοποιήθηκαν όσο ποτέ. Βέβαια και παλαιότερα κυρίως από το παλάτι, τους ιεροκήρυκες, τους καθηγηταράδες και τη χωροφυλακή, τόσο τα νοήματα όσο και οι λέξεις είχαν δεινοπαθήσει. Η ποικιλία ήταν τότε περιορισμένη στα εθνικοπατριωτικά και στα ηθικοκοινωνικά. Παρ’ όλα αυτά όταν άκουγες κάποιον επίσημο, ένοιωθες τιποτένιος. Η χούντα όμως ακολουθούμενη από μια γαλάζια επταετία και μια πράσινη εικοσαετία έφερε τόσα δεινά στη νοηματική και λεκτική ικανότητα όσα δεν έφεραν τα τετρακόσια χρόνια των Τούρκων. Ο καθένας λέει ότι θέλει, εννοώντας κάτι άλλο κι έχει την απαίτηση, εσύ να καταλάβεις ένα τρίτο. Έχω ακούσει ότι τουλάχιστον πέντε καλλιτέχνιδες του σκυλάδικου άσματος εκτιμούν τον εαυτό τους ως θεσμό. Αυτή την εποχή κουφαθήκαμε και τα πήραμε στο κρανίο δικέ μου. Η λέξη και το νόημά της έχουν μια αναλογία με το θηλυκό και την ηθική του, όταν τη χάσει το εκμεταλλεύεται ο κάθε ένας. Είναι πασίδηλο ότι αυτά τα τελευταία έτη η ηθική απωλέσθη παρ’ όλον ότι προσετέθη το πράσινο “ήθος και ύφος” αλλά και το ξετσίπωτο γαλάζιο “διατί να το κρύψωμεν άλλωστε”. Όλα αυτά καλά και άγια κι ο Παντελής μπορεί να λέει τα δικά του, αλλά εκείνο το τελευταίο, το μυστηριώδες, ο έχων δέκα, τι το ήθελε, αυτό μου φάνηκε ότι κάτι έκρυβε.
Μεγαλωμένος μια εποχή που κάθε τι προοδευτικό κυνηγιότανε άγρια, ασυνείδητα, πιστεύω όπως και πολλοί άλλοι που δεν τολμούν να ομολογήσουν, ότι ο αρχαϊκός, κι ο ορθόδοξος οικουμενισμός που μαθαίναμε στο σχολείο και το κατηχητικό μπερδεύτηκε με τον κομμουνιστικό διεθνισμό, απ’ την κοινή μοίρα των λαών που μας μάθαινε η κοινωνία. Το μίγμα αυτό, όπως κάθε τι που αποκτιέται σε νεαρή ηλικία απόκτησε τη σκληρότητα της πέτρας, σκληρότητα που βολεύει σαν θεμέλιο αλλά βαραίνει κιόλας. Χρειάστηκαν χρόνια εμπειρίες και διαβάσματα πολλά, για να διαλυθεί η σύγχυση.
Παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι κάτι έχει μείνει αλλιώς δε θα τσίμπαγα τόσο πολύ  στο “ο έχων δέκα”. Βάλθηκα να το αναλύσω συστηματικά. Τι εννοούσε ο Παντελής;
Κατ’ αρχάς μπορεί να σημαίνει ότι ο έχων δέκα, δίνει ένα και του μένουν εννέα, ή μήπως δίνει εννέα και του μένει ένα. Όταν έχεις δύο και δώσεις ένα σου μένει ένα. Όταν όμως έχεις δέκα;
Αν πάλι αυτό το δύο διευκολύνει τη διαίρεση; Δίνεις δηλαδή τα μισά, αφού το ένα είναι το μισό του δύο. Μήπως ο έχων δέκα δίνει πέντε και του μένουν πέντε; Έτσι όμως όσοι έχουν περιττό αριθμό αποκτημάτων την γλιτώνουν γιατί δε μπορούν  όλα να μοιραστούν στη μέση. Ύστερα είναι και το άλλο, το χειρότερο: Αν πράγματι το σωστό είναι άμα έχεις δύο να δίνεις το ένα, πώς κατάφεραν αυτοί που έχουν δέκα να τα μαζέψουν; Θα ‘πρεπε κάθε δεύτερο που αποκτούσαν να το δίνουν, κι όχι να ‘χουν δέκα.
Άσε που εγώ ξέρω πολλούς που έχουν εκατό, χίλια, εκατομμύρια αυτοί τι πρέπει να δώσουν; Όσο τα σκεφτόμουνα τόσο μπερδευόμουνα Θα μπορούσα να φανταστώ ότι όλοι αυτοί που έχουν πάνω από ένα και δεν το δίνουν δεν είναι πιστοί του μεγάλου. Ότι είναι αλλόθρησκοι, κάποιοι που η πίστη τους  δεν αναφέρεται ρητά σε γήινα αποκτήματα. Τα πράγματα όμως διαψεύδουν αυτές τις επιδέξια στημένες αμφιβολίες προκειμένου να  ξεφύγω. Είναι ομόθρησκοι χριστιανοί, στην εκκλησία με τα καλά τους ασπάζονται το χέρι του παπά και τις εικόνες, φοράνε πάντα στα μούτρα τους αυτή την πένθιμη μουτσούνα της σοβαρής καψούρας που ταιριάζει στη φοβισμένη ζωή τους. Κάποιος μου λέει μέσα μου ότι πιστοί είναι και οι φτωχοί που δεν έχουν ούτε ένα. Αυτοί Κωστάκη μου ελπίζουν, οι άλλοι γλείφουν, βάζουν μέσο, γιατί ο μεγάλος ρητά τονίζει ότι ευκολότερα θα περάσει το σκοινί απ’ το μάτι της βελόνας παρά πλούσιος στον παράδεισο. Μα όλοι αυτοί στον παράδεισο δεν ελπίζουν; Ότι κάνουν δεν το κάνουν με αντάλλαγμα; Βέβαια υπήρχε και το θέμα με τους δεσποτάδες, δεν πιστεύω ότι ο Παντελής εννοούσε τίποτα γι’ αυτούς. Είναι πολύ ευσεβής παρ’ όλο ότι δε θα διστάσει να σου πάρει το γάλα του παιδιού σου αν του χρωστάς. Εξ’ άλλου τι δεσπότης θα ‘ταν αν δεν ήταν και άρχοντας, δηλαδή τι θέμε τους δεσποτάδες ξυπόλητους και ενδεείς; Αλλά ρωτιέμαι δε φοβούνται, εκεί μπροστά στην ωραία πύλη όταν κάνουν το σταυρό ή εκφωνούν πύρινους και ηθικοπλαστικούς λόγους, δε φοβούνται μην τους πέσει ο τρούλος στο κεφάλι; Εκτός κι αν κοροϊδεύουν τους πάντες και τα πάντα. Κυρίως όμως τους φοβισμένους γλείφτες και τους απελπισμένους φτωχούς. Τι ντροπή.
Τελικά ο Παντελής μπορεί να ‘χει δίκιο, όλα ξεκινούν πάνω και μετά από το ένα. Δύο γυναίκες, δύο αυτοκίνητα, δύο λογαριασμοί, δύο σπίτια, δύο δουλειές, δύο πίστεις, δύο θεοί και έπεται συνέχεια.
Ποιος όμως μπορεί να σταματήσει την απληστία; Αφού η φτώχεια και η δυστυχία δε στέκεται ικανή να τους σταματήσει, αφού ο Κύριος που πιστεύουν και τους κοιτά απ’ το σταυρό, δεν μπορεί να τους σταματήσει, αφού ο νόμος και η εφορία στέκονται ανίκανοι, το ίδιο και το σοβιέτ και το κολχόζ, ανίκανες και οι συμβουλές των ιατρών και τόσα άλλα.
Δε νομίζω τελικά Παντελή μου ότι θ’ άλλαζε τίποτα αν αντί για δύο είχε πει δέκα. Πόσο μάλλον όταν δε μπορεί να γίνει κατανοητό, ότι το νόημα αφορούσε όχι σ’ αυτό που δίνεις, αλλά σ’ αυτό που σου αρκεί. Ένα φτάνει. Αυτή η οικονομία επιτρέπει να ‘χουν όλοι.