Υποθέσεις για τον λόγο που κάποιος γράφει.


Το να γράφει κανείς, είναι η ελάχιστη δράση μετά τη σκέψη, την ομιλία, τη λέξη. Έτσι, όποιος θέλει να συντηρήσει σε τάξη τις σκέψεις ή τις αισθήσεις ή τις εμπειρίες γράφει. Οι περισσότεροι που γράφουν δεν ξέρουν γιατί το κάνουν. Οι πολλοί έχουν μια εκ των υστέρων, λογική πάντα, αιτιολογία. Πολλοί γράφουν, λένε, για να επικοινωνήσουν, πράγμα που δεν είναι τόσο ακριβές αφού επικοινωνώ σημαίνει κάνω κάτι μαζί με άλλον ή άλλους. Αν αυτά που γράφει κανείς δε διαβάζονται, τι σόι επικοινωνία είναι; Το πιθανότερο είναι να θέλουν να επικοινωνήσουν με τον εαυτό τους.
Πάρα πολλοί γράφουν για να βάλλουν σε τάξη τις σκέψεις τους. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι έχουν να πουν πράγματα για τα οποία κάποιοι ενδιαφέρονται κι επειδή δεν έχουν κοινό παγώνουν τη ροή στη γραφή και αναμένονται οι ενδιαφερόμενοι. Οι λογοτέχνες είναι αυτοί που γράφουν με τέχνη, ωραία κι ευχάριστα και κατανοητά. Ξεχωρίζονται σε πολλές και διάφορες κατηγορίες γενικά, ανάλογα με το περιεχόμενο ή το είδος και το ύφος της γραφής τους, όσοι γράφουν κατηγοριοποιούνται σε διάφορες τάξεις, τάσεις και παρατάξεις.
Ποιητές και πεζογράφοι, δοκιμιογράφοι και δημοσιογράφοι, ιστορικοί και βιογράφοι, κωμωδιογράφοι και σατυρικοί, διηγηματογράφοι και μυθιστοριογράφοι κ.λ.π.
Άλλοι γράφουν καλά κι εύκολα κι άλλοι καλά και δύσκολα, κάποιοι είναι υπερπαραγωγικοί κι άλλοι όχι. Πολλοί γράφουν επί παραγγελία, άλλοι πάλι ζητούν την έμπνευση.
Η αριστερά τους αποκαλεί εργάτες του πνεύματος, τους δικούς της βέβαια, οι άλλοι, οι ολιγότερο συνειδητοί, είναι η ιντελλιγέντσια.
Ο λαός ανάλογα με το βαθμό της καλλιέργειας του τόπου, τους σέβεται ή άλλως υποτιμητικά τους αποκαλεί συλλήβδην γραφιάδες, καλαμαράδες.
Προσωπικά δεν έχω άποψη, όταν με ρωτούν αναφέρομαι σ’ ό,τι έλεγε ο φίλος μου Παντελής Μάγκας, δε ζει πια.
Μου ‘λεγε, Κωστάκη, εγώ γράφω γιατί θέλω να είμαι ελεύθερος, να κρίνω τα πράγματα όπως τα αντιλαμβάνομαι ότι είναι, όχι όπως μου τα δείχνουν ή όπως θέλουν να τα βλέπω, ή τέλος πάντων όπως τους συμφέρει ή θα ‘θελαν να είναι. Αυτή είναι η αιτία που γράφω, ακόμη και τότε που δεν το καταλάβαινα. Αλλά και κάτι άλλο ακόμα. Ξέρω καλά ότι τα γραφτά μου δεν πρόκειται να χορτάσουν κανένα πεινασμένο ή να δικαιώσουν κάποιον αδικημένο, ή ακόμα να φέρουν ελπίδα στον απελπισμένο, είναι όμως το μόνο που μπορώ να κάνω κι έτσι πιάνω το μολύβι.
Καημένε Παντελή, πέθανε πιστεύοντας ότι ο Θεός συμμάχησε με τους ισχυρούς και ότι η αλήθεια, το ωραίο και το δίκαιο ζουν και υπάρχουν μόνο στη φαντασία των ανθρώπων.