Μπορεί να είναι κι έτσι (26/10/2013)


 Γράφοντας το σημείωμα «Ο Θεϊκός φθόνος» θυμήθηκα ότι πριν από 10 χρόνια είχα γράψει για τον «Ερμή του Ξωβουνίου» ένα σχετικό κομμάτι με την ευκαιρία της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρόλον ότι 10 χρόνια είναι πολλά στη μοντέρνα εποχή, το σημείωμα του Ιουνίου 2003 εξακολουθεί να έχει επικαιρότητα και ίσως ρίχνει λίγο φως στη σημερινή κρίση.

Μη νομίσει κανείς ότι διαθέτω ανεπτυγμένη νοημοσύνη, ή οξύτητα του νου ή έστω νοητική επάρκεια κι ικανότητα αντίληψης. Θα ήταν παράδοξο να διαθέτω κάτι από όλα αυτά αν λάβει υπ όψη του κανείς σε ποια εποχή γεννήθηκα. Κατοχικός, μεγάλωσα στον Εμφύλιο κι ανδρώθηκα, στη Χούντα. Έχω δει κι ακούσει τα πιο απίθανα. Συνεχώς η πατρίδα κινδύνευε, το αύριο θα ήταν καλύτερο, η κληρονομιά μας είναι βαριά κ.α.
Σαν βλαξ και χάχας που είμαι, ποτέ δεν κατάλαβα ότι αυτά τα πράγματα είναι σοβαρά, πάντα τα ‘παιρνα με μια ελαφρότητα γιατί άλλα άκουγα κι άλλα γινόντουσαν. Όποτε η πατρίδα κινδύνευε, μια νέα τάξη πλουσίων γεννιόταν, το αύριο ήταν πάντα χειρότερο για μένα κι όσους εργάζονταν, και η κληρονομιά βάραινε μόνον εμένα κι όσους ήταν το ίδιο βλάκες, ενώ για τους άλλους γινόταν όλο και πιο ελαφριά μέχρι που ‘γινε μπαλόνι.
Ο ανόητος πίστευα σε μια ζωή και μια κοινωνία αλλιώτικη, να ‘χουν όλοι δουλειά, σχολεία, αξιοπρέπεια. Κουζουλός, έκανα πάντα ό,τι ήταν αντίθετο στο συμφέρον μου. Άκριτα προσπάθησα να μην εκμεταλλευτώ κανέναν, να ‘μαι συνειδητός πολίτης, να βελτιώνομαι στην εργασία μου, τέλος πάντων να μη χαζεύω περισσότερο από αυτό που μου επέβαλλε η φύση μου.
Όσο περνούσαν τα χρόνια από επικίνδυνος κι αριστερός που μ’ έλεγαν άρχισα να γίνομαι ξενέρωτος. Κοντόθωρος κι αμβλείας αντίληψης, δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται. Μέρα με τη μέρα η κατάσταση χειροτερεύει. Εκείνο το ελάχιστο λογικό αυτονόητο που νόμιζα ότι κατείχα εξαφανίστηκε. Η πιο μεγάλη μου ανοησία είναι ότι νοιώθω την ακατανίκητη τάση να σκαλίζω τις παλιές πληγές, λες κι αυτή η οδυνηρότατη βάσανος με τρέφει και με κάνει αθάνατο. Η συνήθειά μου αυτή πολλά βάσανα πρόσθεσε στην από τα πράγματα δύσκολη ζωή μου. Όταν πήγαινα σχολείο αυτή μου η μανία χίλια δεινά μου έφερε. Μετά στο στρατό, χειρότερα. Στην εργασία, ακόμη πιο χάλια. Υπάρχει μια γενική τάση προς την αμνησία, πράγμα που μ’ έφερνε πάντα σε αντίθεση με την κοινωνική αντίληψη. Είδα συνεργάτες των γερμανών και γερμανοντυμένους ακόμα, να γίνονται βουλευτές της δημοκρατίας, μαυραγορίτες να γίνονται υπουργοί, εθνοκάπηλοι και χουντικοί να είναι ευυπόληπτοι και σεβαστοί. Απατεώνες να τιμώνται, αγράμματοι να βραβεύονται. Μαύρες ψυχές να ντύνονται με φτερά αγγέλων και φωτοστέφανα κ.λ.π. Όλα αυτά με έκαναν ανάστατο, θεωρούσα ότι πάσχω από μνημονομανία, αφού κανένας δε θυμόταν τίποτα και μόνο στο δικό μου μυαλό γυρνούσαν αυτές οι βρυκολακιασμένες φαντασίες.
Την τελική κρίση την έπαθα τον Απρίλιο (του 2003). Στο ταρατατζούμ για την Ευρωπαϊκή Διεύρυνση, μ’ όσα είδα κι άκουσα, ενώ τα βογκητά των πληγωμένων και οι εκρήξεις των πυραύλων στο Ιράκ ακούγονταν μέχρις εδώ, στην περιφέρεια της περιφέρειας, στην εξοχή που έχω καταφύγει.
Ρε αδέρφια, τι ήταν τούτο πάλι; Η νοητική μου ανεπάρκεια κτύπησε κόκκινο. Τι να πρωτοκαταλάβω, ποιους κώδικες ν’ αποκρυπτογραφήσω, άλαλος κοίταζα στην τηλεόραση, για άλλη μια φορά η διανοητική καθυστέρηση που με χαρακτηρίζει μ’ εμπόδιζε να κατανοήσω τι γινόταν.
 Πριν κατακάτσει η σκόνη από τους βομβαρδισμούς, πριν θάψουν τους νεκρούς, πριν ξεδιψάσουν τους διψασμένους, πριν βρουν οι μανάδες και οι πατεράδες τα χαμένα παιδιά τους. Πριν γίνουν όλα αυτά στήσανε το πανηγύρι. Δε λέω, πολύ έξυπνο, τουριστικά τραβικτικό και κυρίως διαφήμιση τζάμπα αλλά όχι κι έτσι ρε παιδιά. Τι δε δείξανε. Ό,τι είχαμε και δεν είχαμε τα ‘βγαλε η Σουσού στο ευρωπαϊκό σαλόνι. Μόνο τα κόκαλα του Καραϊσκάκη σε λιτανεία στο μετρό δε σκεφτήκανε. Βέβαια ο Σατανάς πέρασε τα μηνύματά του. Ο φουκαράς ο Άτταλος super market δώρισε, άλλο αν σκέπασαν τα μαγαζιά με το τεράστιο φωτοαντίγραφο της θηραϊκής τοιχογραφίας, μαγαζιά ήταν από πίσω. Είκοσι και ένα μαγαζιά για είκοσι πέντε μαγαζάτορες. Αλήθεια οι τέσσερις που περισσεύουν ποιοι είναι; Ο αβαθής και μωρός νους μου μάταια προσπαθεί να συλλάβει και διερωτάται, γιατί ρε παιδιά ήταν ανάγκη; Όλα πια έχουν γίνει θέαμα; Άσε που η αναστήλωση της Στοάς έχει γίνει με δωρεά των Αμερικανών. Εκείνη η μεσαία σειρά των κιόνων χάλαγε λίγο τη σούπα και τα πλάνα, αλλά τι να γίνει, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε το προεντεταμένο σκυρόδεμα. Κάποιος βέβαια κακεντρεχής έβαλε τον Ιεράρχη  πίσω από τον στύλο, για να μη βλέπει, ίσως ή μήπως για να μην τον βλέπουν, ο ίδιος Δαίμων σίγουρα υπέδειξε στον σκηνοθέτη να μην περιλαμβάνει τον Αρχιερέα στα πλάνα για να μην τονιστεί η ορθόδοξη ταυτότητά μας μιας κι η Ευρώπη ως γνωστόν είναι αλλουνού μαγαζί. Μας πεθάνανε στο μπλα-μπλά για το λίκνο της δημοκρατίας. Ο Σάξων με το βλέμμα της έκθαμβης αλεπούς και οι δύο Ίβηρες, ο ένας λίγος, ονειροπαρμένος, κονκισταντόρ, μαυρόψυχος, δε γελά ποτέ στη μάνα του, ο άλλος αλήθεια, πού βρέθηκε σ’ αυτή τη θέση; Ποιος τον ψήφισε; Χάσκων συνεχώς και αστεϊζόμενος, ίσως για να μας παραπλανήσει και να ξεχάσουμε ότι έχει στην πλάτη του τους νεκρούς του Κοσσυφοπεδίου. Και οι βόρειοι καινούργιοι συνέταιροι, σαν γυμνασιάρχες της δεκαετίας του πενήντα ήταν. Νερουλιάζει το ανύπαρκτο μυαλό μου όσο θυμάμαι εκείνο το τραπέζι της υπογραφής, και τα χοντρά τεφτέρια που τα σταυρώνανε οι παρατρεχάμενοι λες και αλλάζανε στέφανα σε γάμο από προξενιό. Δώστου το Λίκνο και μπηχτές για τη Σοβιετία όλοι οι καινούργιοι, λες και δεν κατάλαβαν οι φουκαράδες ότι από Σιδερένια Κουρτίνα γίνανε Σιδερένια Κάγκελα για την άλλη μεριά. Ακόμη και ένας βλαξ σαν κι εμένα άμα κοιτάξει τον χάρτη το καταλαβαίνει. Μαζί με τους μελλοντικούς συνέταιρους και τους άσπονδους γείτονες, τα κάγκελα ολοκληρώνονται. Μόνον η Σερβία χαλάει τη μανέστρα για την ώρα. Απούσα η Διανόηση η ανύπαρκτη, η καλοταϊσμένη. Απόντες και οι δύο τελευταίοι παγκόσμιοι Έλληνες, ο Θεοδωράκης και ο Γλέζος. Αυτοί ήσαν λίγο πιο πέρα μαζί με την πλέμπα στην αντιπολεμική διαδήλωση που οι τηλεοπτικοί δίαυλοι φρόντισαν να θάψουν. Άτιμη Ψωροκόσταινα τι καλά που ξέρεις να πουλάς μούρη με τους Αρχαίους και τους Πεθαμένους που δεν τους υπερασπίζεται κανείς και τους κάνεις ό,τι θέλεις!
Απόντες από τα μπλα-μπλα των ηγεμόνων κι οι εργάτες που κτίσανε με τον ιδρώτα τους τον πλούτο της Ευρώπης και οι καταληστευμένοι ιθαγενείς των Ινδιών, της Αφρικής, της Νοτίου Αμερικής. Απόντα και τα φαντάσματα, οι νεκροί των εμφυλίων της Ευρώπης, που πότισαν με το αίμα τους την συνειδητότητα για μια ένωση των λαών μεγάλη και ειρηνική. Ούτε μια λέξη γι αυτούς όλους.
Τόσο μορφωμένοι και περισπούδαστοι ηγεμόνες και να αγνοούν το βασικό νόμο της ευρυθμίας που ορίζει ότι κάθε αλλαγή μεγάλη ή μικρή είναι εφικτή με μόνη προϋπόθεση του ότι όλα τα στοιχεία του συστήματος να το θέλουν και να το επιτρέπουν, άλλως δημιουργείται ασυνέργεια. Αλίμονο, άραγε μόνον το δικό μου κουζουλό μυαλό συλλογιέται αυτά τα περίεργα;
Αν όλα αυτά συνέβαιναν σε άλλη χρονική περίοδο έξω από τον πόλεμο και το αίμα, θα μπορούσα να καταλάβω κάτι ο  κουζουλός. Έτσι κι αλλιώς όλα έχουν γίνει ένα εικονικό ταρατατζούμ. Η σύμπτωση όμως; Δε θυμάμαι άλλη φορά στα τελευταία πενήντα χρόνια οι λαοί της Ευρώπης και όλου του κόσμου να βρίσκονται τόσο μαζικά, σε τέτοια διάσταση με τις κυβερνήσεις τους.
Κάτι τέτοια επιδεινώνουν συνεχώς την κατάστασή μου. Είναι άραγε χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας αυτό; Είναι τόσο στείρο αυτό το μυαλό που κουβαλάω που δε μπορεί να πιάσει τέτοιες λεπτές αποχρώσεις της Δημοκρατίας;
Μια γκρίζα ως κατάμαυρη ατμόσφαιρα πλανιόταν στη Στοά. Ούτε ο Σκαλκώτας, αλήθεια τι έμπνευση κι αυτή! Ούτε ο Ιταλός με τα χαριτωμένα του δεν κατάφερναν να τη διώξουν. Ίσως η απαιτούμενη σοβαρότητα, ίσως και οι ενοχές για το έγκλημα, έφερναν τη μουγκαμάρα. Κάτι μισόλογα και ψελλίσματα, καταγγελία στον πόλεμο. Κάτι φίλοι που ‘χα, που δεν τους βλέπω λόγω απόστασης, μου λέγανε στο τηλέφωνο, στην απορία μου γιατί δεν καταγγέλλονται ανοικτά τα εγκλήματα; Μου απαντούν «ξέρεις οι σκοπιμότητες...» και άλλα τέτοια.
Ρε παιδιά, λέω, τα καλά και ωραία πράγματα στη ζωή δε γίνονται σκοπίμως. Μήπως μπορεί να ερωτευτείς σκόπιμα ή να χαρείς, ή να λυπηθείς ή και άλλα που δε γράφονται. Όλα αυτά άμα γίνουν σκοπίμως χάνουν την ουσία τους και γίνονται άνοστα, γκρίζα, μαύρα, απατηλά και επικίνδυνα.
Ένα άλλο που δεν καταλαβαίνω αφορά στους κυρίως κι αμέσως υπεύθυνους και στις δύο ακτές του Ατλαντικού, αλλά και στους άλλους που δε μιλούν ή λένε κάτι ακατανόητα, δηλαδή το πώς μπορούν να κοιτάνε στα μάτια τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, αφού τα σακάτεψαν, πως μπορούν να αγκαλιάσουν τη γυναίκα ή το φίλο τους αφού τους ακρωτηρίασαν.
Φταίει κι αυτή η τηλεόραση ρε παιδί μου, σα να ‘χει γίνει μέρος της συνείδησής μας, δε σ’ αφήνει να ησυχάσεις. Τη μια μέρα μέσα στο αίμα, την άλλη δεξίωση και γιορτές. Άσε πια αυτοί που παρελαύνουν απ’ το γυαλί. Σαν κάτι συλλογές που ‘φτιαχνα πιτσιρικάς. Μαλακόστρακα, μυριάποδα, αραχνοειδή, κολεόπτερα, ορθόπτερα, ημίπτερα κ.α. Όλοι αυτοί ρε παιδιά, στρατηγικοί αναλυτές, υπερειδικοί, γνώστες κ.λ.π. από πού πληρώνονται; Τι δουλειά κάνουνε όταν δεν αιματοκυλιέται κάποιος λαός; Που είναι χωμένοι; Πώς μετέχουν στην παραγωγή και στη δημιουργικότητα; Ανεξήγητα πράγματα, κι έχουν γίνει άπειροι, οι δικοί μας δεν είναι παρά ελάχιστοι μπροστά σε αυτούς που παρελαύνουν στα ξένα κανάλια.
Άπειρα ερωτηματικά, ανεξήγητα, κανείς δε δίνει μια ντόμπρα εξήγηση, ούτε καν αυτοί που παριστάνουν τους τσαμπουκάδες. Οι πιο ειλικρινείς στην περίπτωση είναι η παρέα του κύριου Θάμνου, ο κύριος Μαργαρίτης, ο κύριος Λυκόπουλος, η κυρία Πιλάφα κ.λ.π. Αυτοί λένε καθαρά ‘θα κάνουμε κουμάντο με το ζόρι μας’. Εξ άλλου το δυτικό πρότυπο είναι αυτό, ένας Θεός, ένας Ηγεμών, ένας Πάπας. Όλη η κουλτούρα του ανταγωνισμού είτε είναι βαρβαρικής, καθολικής ή προτεσταντικής προέλευσης, αυτό δείχνει. Τα άλλα που λένε οι Ευρωπαίοι, δηλαδή περί πολυκεντρικού και πολύτροπου κόσμου κ.λ.π. είναι ελληνικά πέρα ως πέρα και δεν έχουν καταλάβει οι ανελλήνιστοι φουκαράδες ότι απέχουν μυριάδες έτη φωτός από το ελληνικό, ότι τα μάρμαρα δε σώζουν από μόνα τους, ούτε οι φωτογραφίες με φόντο το Ηφαιστείον.
Η μειωμένη μου διανοητική ικανότητα, το ξέρω, με κάνει κουραστικό και απεχθή. Αλλά πριν κλείσω το σημείωμα αυτό, μια απορία που με τυραννάει, ίσως το ίδιο όπως τα νεκρά σώματα:
Έμεινα Έλληνας κλαίγοντας τη Μεγάλη Παρασκευή, γονατίζοντας στα Τζαμιά της Ανατολής, βάζοντας το μέτωπό μου στο ξύλινο δάπεδο στο γιαπωνέζικο Ντότζο, καθίζοντας ήρεμα στα πόδια του Αβαλοκιτεσβάρα.
Παντού απ’ όπου πέρασα κατάλαβα ότι ο μόχθος της εργασίας είναι κοινός, η χειρωνακτική εργασία αγιάζει τον άνθρωπο και τον κάνει κάτι άλλο από το ζώο που είναι. Ακόμη κι ένας βλαξ σαν κι εμένα γνωρίζει ότι το μόνο ζώο που εργάζεται από τη φύση του είναι ο άνθρωπος.
Αυτοί οι πιλότοι και οι γαλονάδες που δεν έχουν σκάψει ποτέ έξω από χαρακώματα, δε έχουν κουβαλήσει στο ώμο πηλοφόρι, δεν έχουν κτίσει ένα τούβλο, δεν έχουν χαϊδέψει το ξύλο, το δουλεμένο, δεν έχουν κτυπήσει τοίχο με την αγάπη του σοβατζή, δεν έχουν κάνει τίποτε από όλα αυτά και χιλιάδες άλλα, πόσο αναίσθητοι, άσπλαχνοι, πετρόψυχοι και άγριοι πρέπει να είναι! Μαζί με τους ανθρώπους σκοτώνουν και τον μόχθο τους. Τι κούραση κι ιδρώτα χρειάζεται ένας τοίχος, να φτιάσεις το χαρμάνι, να το φέρεις στη σκαλωσιά επάνω. Να στήσεις τις μηχανές, να τιθασέψεις τα υλικά, να φτιάσεις, να δημιουργήσεις.
Να γινόταν να τους βάλουν να ξαναφτιάξουν όσα γκρέμισαν, να μεγαλώσουν τα παιδιά που σκότωσαν, να υπηρετήσουν τα άλλα που άφησαν ανάπηρα, να παρηγορούν και να ταΐζουν τις χήρες και τα ορφανά.
Η παράδοσή μας λέει ότι οι Θεοί απελπισμένοι άφησαν τους ανθρώπους και γύρισαν στον Όλυμπο. Τελευταίες δύο θεές η Αιδώς και η Νέμεσις έμειναν πίσω, όταν φύγουν και αυτές οι άνθρωποι είναι χαμένοι. Η Ντροπή σίγουρα έχει πια φύγει, η άλλη μπορεί ναι μπορεί όχι, ίσως ήταν στη Στοά, πίσω από κάποιον από τους πολλούς κίονες και σημείωνε. Αν έχει φύγει κι αυτή, θα γλιτώσω κι εγώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: