Κλέφτες, ληστές και απατεώνες (11/1/2014)


Τους τελευταίους καιρούς, ίσως λόγω της οικονομικής κρίσης ή ακόμα και εξαιτίας της διαφθοράς και της έκπτωσης της πολιτικής λειτουργίας ή της διαγωγής ορισμένων πολιτικών ανδρών, οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται σχεδόν καθημερινά.
Όπως είναι γνωστό σε όλους οι σκέψεις και οι συνειρμοί συντάσσονται στο νου των ανθρώπων με και από λέξεις. Απ’ αυτό το γεγονός το πλούσιο λεξιλόγιο είναι ένα βασικό στοιχείο πληρότητας των σκέψεων. Επίσης είναι γεγονός ότι η ερμηνεία των λέξεων εξαιτίας της αντίληψης και της υποκειμενικότητας, πολλές φορές διαστρέφεται ή μεταλλάσσεται και κατά συνέπεια και η έννοια που η λέξεις φέρουν. Συνέπεια όλων αυτών είναι μια κατάσταση στην οποία οι σκέψεις δεν αντανακλούν μια πραγματικότητα με πληρότητα αλλά μόνο μια υποκειμενική εντύπωση ελλιπή και αόριστη.
Οι κλέφτες, οι ληστές και οι απατεώνες έχουν βέβαια βασικά χαρακτηριστικά ομοιότητας αλλά και διαφορές. Η επισήμανση των σημείων αυτών της ομοιότητας και των διαφορών βοηθά τον πολίτη στην αναγνώριση και στην οργάνωση άμυνας απέναντί τους.
Ο κλέφτης ενεργεί κρυφά σε αντίθεση με το ληστή και τον απατεώνα. Η αφαίρεση αγαθών που δεν του ανήκουν και η ωφέλεια του κλέφτη από αυτήν την πράξη σχετίζεται άμεσα με τη ζημιά που υφίσταται το θύμα. Η κλοπή δεν περιορίζεται σε υλικά αγαθά αλλά αφορά και πνευματικά έργα, για παράδειγμα, κλοπή κειμένων,  λόγων, ιδεών, αλλά και ανθρώπων, ανδρών γυναικών και παιδιών προς εκμετάλλευση ή προς πώληση.
Χρησιμοποιούνται για ορισμένους και ιδιαίτερους ρόλους, σχετικές με την κλοπή δραστηριότητες και άλλες λέξεις.
Έτσι, έχουμε ειδικές κατηγορίες όπως λογοκλόπος, πορτοφολάς, διαρρήκτης, βιβλιοκλόπος, ποιμνιοκλέπτης, κατσικοκλέφτες ή κλεφτοκοτάδες κ.λ.π.
Αναφέρθηκε ήδη ότι η κλοπή συντελείται κρυφά. Συνεργάτες του κλέφτη είναι ο τσιλιαδόρος και ο κλεπταποδόχος. Ο τσιλιαδόρος κρατά, όπως λέγεται, «τσίλιες», δηλαδή προσέχει τον χώρο όσο συντελείται η κλεψιά για τυχαία εμφάνιση ανεπιθύμητου. Παράγοντας σημαντικός είναι η ταχύτητα και ο περιορισμένος χρόνος για την κλοπή. Όταν παραβιάζεται κλειστός χώρος, η κλοπή συνοδεύεται από διάρρηξη και ο κλέπτης ονομάζεται διαρρήκτης. Η κλοπή, σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, αντικειμένων εκτεθειμένων προς πώληση ή και απλή έκθεση, ονομάζεται ξάφρισμα ή σούφρωμα. Αυτό το είδος απαιτεί μεγάλη ταχύτητα και επιδεξιότητα. Συνήθως το κλοπιμαίο «πασάρεται» αμέσως σε συνεργάτη έτσι ώστε να αποκλειστεί η εύρεσή του σε περίπτωση σωματικής έρευνας πάνω στον κλέφτη.
Ο κλεπταποδόχος ανταλλάσσει το κλαπέν αντικείμενο με χρήμα μετρητό. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου το κλοπιμαίο είναι και αυτό χρήματα αλλά πλαστά ή προσημειωμένα, τα ανταλλάσσει με γνήσιο ή καθαρό χρήμα με κάποιο κέρδος. Από αυτό το γεγονός επικράτησε η έκφραση «μαύρο χρήμα», δηλαδή όχι καθαρό, χρήμα αδήλωτο, αφορολόγητο, προϊόν κλοπής, μίζας κ.λ.π.
Λέγεται ότι η εκκίνηση των τραπεζών προήλθε ακριβώς από κλεπταποδοχικές δραστηριότητες. Ο κλεπταποδόχος, ή ληστοδόχος ή λαφυροπώλης, δηλαδή ο μελλοντικός τραπεζίτης, μεταπωλούσε τα προϊόντα της κλοπής, της ληστείας ή της πειρατείας, σε ευγενείς, σε άρχοντες της εκκλησίας, σε νεόπλουτους, ή επιχειρηματίες διάφορους, και καρπωνόταν τη διαφορά. Στους χρόνους εκείνους μικρός έλεγχος γινόταν στο εμπόριο και στους τρόπους απόκτησης περιουσιών όπως εξάλλου και σήμερα.
Με τις τράπεζες γεννιέται μια νέα πηγή πλουτισμού, ο τοκισμός, ο οποίος προστίθεται στις υφιστάμενες πηγές που προκαλούσε ο πόλεμος, η λαφυραγωγία, η πειρατεία και η υποδούλωση ανθρώπων. Έτσι ο τοκισμός μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στις ληστείες.
Στην κατηγορία των κλεπτών ανήκουν οι καταχραστές και οι μιζαδόροι τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου χρήματος. Ο καταχραστής συνήθως δρα μόνος του. Καταχράται την εμπιστοσύνη αυτού που του ανέθεσε τη διαχείριση των χρημάτων. Οι νεολογισμοί που εμφανίζονται στα κείμενα αυτά είναι αναγκαστικοί, η ελληνική γλώσσα, σαν αριστοκρατική, δε διαθέτει λέξεις γι αυτές τις αισχρές δραστηριότητες. Ο μιζάριος έχει κατά τεκμήριο συνενόχους, αφού στην ουσία είναι μεσάζων ή ενδιάμεσος. Συνηθέστατα καλύπτεται από άτομα που λόγω θέσης έχουν τη δυνατότητα να τον καλύπτουν. Οι μεσάζοντες με την έντεχνη απομόνωση του παραγωγού ή δημιουργού από τον φυσικό αποδέκτη του αγαθού ή της υπηρεσίας, έναντι ανταλλαγμάτων, ανήκουν στην κατηγορία των ληστών. Αφού το έντεχνο της πράξης περιέχει κάποιο, μικρό ή μεγάλο, βαθμό βίας , μέσω εκβιασμών, απειλών κ.α.
Στην περίπτωση του μεσάζοντος ή της μίζας, το προσφερόμενο προϊόν ή αντικείμενο ή υπηρεσία φτάνει στον τελικό αποδέκτη επιβαρημένο και με άλλες διάφορες μορφές κλοπής όπως υπεραξία των εργατικών αποζημιώσεων, στρογγυλοποιήσεις, αρπαχτές στη διαδρομή, μίζες κ.λ.π.
Η νομική ταξινόμηση και κωδικοποίηση είναι βέβαια πολύ μακριά από τις προθέσεις του σημειώματος αυτού. Θα μπορούσε τέλος να προστεθεί, στα της κλοπής, ότι υπάρχει μια εσωτερική αντίφαση κατά την οποία ο ικανός παρατηρητής θα μπορούσε να διακρίνει από τη μια μεριά  μια παράνομη κι αθέμιτη προσπάθεια αναδιανομής ενός άδικα μοιρασμένου πλούτου κι από την άλλη μια επίσης παράνομη κι αθέμιτη προσπάθεια συσσώρευσης πλούτου με την αφαίρεση  αντικειμένων ή χρημάτων από τους νόμιμους ή παράνομους κάτοχους.
Η ληστεία σε αντίθεση με την κλοπή διαπράττεται φανερά. Ο ληστής συμμετέχει αυτοπροσώπως  ή τουλάχιστον με εκπρόσωπό του. Απαραίτητο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό  της ληστείας είναι η βία. Βία με οιαδήποτε μορφή. Ένοπλα, εξουσιαστικά, εκβιαστικά, μονοπωλιακά, ή αλλιώς. Το θύμα, είτε αναγνωρίζοντας την αδυναμία του έναντι του ληστή υποκύπτει, είτε αντιστέκεται, και υφίσταται τις συνέπειες που ορίζει ο ληστής.
Η λεηλασία, οι αρπαγές, η λαφυραγωγία, η πειρατεία κ.α. υπάγονται στην κατηγορία της ληστείας. Η ασκούμενη βία μπορεί να είναι και ψυχολογική, όπως η βία που ασκείται κατά τη διάρκεια της απαγωγής και των διαπραγματεύσεων που την ακολουθούν.
Στους αρχαίους χρόνους καμιά ατιμία δεν αποδιδόταν στους άρπαγες ή στους πειρατές, αντίθετα, η δράση τους θεωρούνταν παλικαριά. Σε πολλά μέρη της παρτίδας μας αλλά και του κόσμου, η αντίληψη αυτή υπάρχει μέχρι τις μέρες μας. Εξάλλου και οι θεοί έκλεβαν, ο δε Ερμής ήταν ο προστάτης των κλεπτών και όλων των κατεργαρέων. Η βιαιότητα της ληστείας και η κατάφορη διαφορά δυναμικού από τα θύματά, τους αποθράσυνε τους ληστές και έτσι πολλές φορές η ληστεία γινόταν δημοσίως.
Οι θέσεις εξουσίας όπου η δυνατότητα άσκησης βίας υπονοείται χωρίς να ασκείται άμεσα είναι σήμερα όπως πάντα κίνητρο για τη διάπραξη ληστειών. Μια μορφή ληστείας όχι τόσο εύκολα αναγνωρίσιμη είναι η ληστεία που ασκεί ένα μονο- ή ολιγοπώλιο, η ανάγκη αναγκάζει τα θύματα να υποκύψουν.
Η απάτη έχει σαν κύριο συστατικό τον δόλο και το ψεύδος. Ο απατεώνας ωφελείται τη ζημία του θύματος ή των θυμάτων. Έχει σχεδόν πάντα ανάγκη εκούσιων ή ακούσιων συνεργών. Η μόνη απάτη που δεν περιέχει δόλο είναι η απάτη των αισθήσεων. Είναι δυνατόν όμως να περιέχει την προκατάληψη ή την επιθυμία του θύματος να αισθάνεται και να αντιλαμβάνεται με ορισμένο τρόπο την πραγματικότητα, οπότε μια μορφή ψεύδους ή πλάνης, υπάρχει.
Ο απατεώνας εξαπατά με λόγια και με έργα, επιπλέον, μπορεί να επωφεληθεί απάτη άλλου.
Η απάτη είναι η, εν γνώσει του απατεώνα, παραμόρφωση της αλήθειας ή της πραγματικότητας είτε παριστάνοντας, λέγοντας, γράφοντας κ.α. , ψευδή πράγματα σαν πραγματικά είτε το αντίστροφο. Επίσης, αποτελεί απάτη η απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθών πραγμάτων, εφόσον γίνεται με πρόθεση παράνομης ωφέλειας ή βλάβης τρίτου.
Κάθε απάτη, για να μπορεί να χαρακτηριστεί σαν τέτοια, πρέπει να αναφέρεται σε ορισμένα πράγματα, δηλαδή παντός είδους αντικείμενα, γεγονότα, πρόσωπα ή πράξεις, σε βλάβη ή αποστέρηση δικαιωμάτων, σε παραπληροφόρηση ή παραπλανητικά ψεύδη, καθησυχαστικές βεβαιώσεις, υποσχέσεις και δελεασμούς κ.ο.κ.
Οι πράξεις αυτές, δηλαδή η κλοπή, η ληστεία και η απάτη μπορούν να συμβαίνουν σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα και σε όλες τις τάξεις. Είναι μια αρνητική όψη της επικοινωνίας, γι αυτό δεν περιορίζονται μόνο στους χώρους οικονομικής συναλλαγής, αλλά αφορούν σε κάθε είδος επιδιωκόμενου οφέλους σε βάρος του θύματος. Η συντέλεσή τους διευκολύνεται από τα θύματα είτε λόγω πλημμελούς φύλαξης είτε λόγω ευπιστίας ή αναμονής οφέλους ή αδυναμίας.
Υπάρχουν παρόλα αυτά περιοχές της κοινωνικής δραστηριότητας όπου τα φαινόμενα αυτά της απάτης σχεδόν κυριαρχούν, ιδιαίτερα στους καιρούς μας. Οι χώροι αυτοί αφορούν στις συναλλαγές με την οιαδήποτε εξουσία, στο εμπόριο και στις υπηρεσίες, στη διαφήμιση και στη μόδα, στην πολιτική δραστηριότητα και στον έρωτα.
Ενδιαφέρον έχει και η λαϊκή ή η λόγια ορολογία τόσο για τις πράξεις όσο και για τους δράστες. Ακόμα και ζώα με χαρακτηριστικά ταχύτητας κίνησης, δόλου ή πονηριάς επιστρατεύονται όπως: αλεπού, ατσίδα, γάτα, φίδι κ.α. Η απάτη που είναι και η πιο συχνή παρανομία από τις παραπάνω έχει πληθώρα ομωνύμων και συνωνύμων, για παράδειγμα, ο απατεώνας ονομάζεται και λαμόγιο, μπαγαπόντης, μπαμπέσης, παπατζής, κατεργάρης, κολπατζής κ.α., η δε απάτη, στήσιμο, λοβιτούρα, ματσαράγκα, κόλπο. Λόγια και καθώς πρέπει η απάτη μπορεί να ονομαστεί τέχνασμα, μηχάνευμα, πανουργία ή συμπαιγνία κ.α.
Ρήματα επίσης χρησιμοποιούνται στις εκ των υστέρων περιγραφές όπως: τον τύλιξαν, του έριξαν στάχτη στα μάτια, τον παραπλάνησαν, τον ενέπαιξαν, τον παγίδευσαν κ.α.
Στους ληστές ο λαός αναφέρεται ως αρπάχτρες ή άρπαγες, όρνια, καρχαρίες, αγιογδύτες. Ο κλέφτης πρέπει να είναι αετονύχης, δηλαδή επιδέξιος και ταχύς, ενώ η κλοπή λέγεται και ξάφρισμα, σούφρωμα, πλιάτσικο ή βούτηγμα.
Για όσους παρατηρούν από απόσταση τα πράγματα, ειδικά στις μέρες μας, έχει μεγάλο ενδιαφέρον το φαινόμενο της συμπληρωματικής αντίφασης και ειδικά, το πώς επαληθεύεται όταν οι κλέφτες κλέπτουν τους κλέφτες, οι ληστές ληστεύουν τους ληστές και οι απατεώνες εξαπατούν τους απατεώνες. Ειδικότερα πώς διαμοιράζονται εναλλασσόμενοι οι ρόλοι σε αυτό το δρώμενο ή δράμα με κίνητρο μοναδικό την ωφέλεια και το κέρδος παρ’ όλη τη, κατά τεκμήριο αλλά με εξαιρέσεις, ματαιότητα της προσπάθειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: