Εικονόπληκτοι και χάσκοντες 18/1/2014


Η νόηση, η μάθηση και η δράση δεν αφορούν στον όγκο ή στο πλήθος των σωρευμένων πληροφοριών ή δεδομένων που διαθέτει ο κάθε ένας, αλλά στους τρόπους που αυτές οι κυρίαρχες δραστηριότητες μεθοδεύονται και εκτελούνται.
Κάθε έννοια και κάθε δράση γίνεται αντιληπτή ή κυβερνιέται με τον τρόπο που το υποκείμενο άτομο έχει οργανώσει, στερεοτυπικά ή εύκαμπτα και επιφανειακά ή σε βάθος, την υπό τον έλεγχό του διαδικασία του νου και του γνωστικού του πεδίου. Τα πάντα ερμηνεύονται ανάλογα με τους τρόπους που έχουν εγκαθιδρυθεί στη νοητική και μαθησιακή οργάνωση του υποκείμενου δέκτη πληροφοριών ή δεδομένων.
Ο μονοδιάστατος, συναθροιστικός νους του ανθρώπου με γραμμική κατεύθυνση της σκεπτοδιαδικασίας ταυτίζει την «εγώτητά» του με την ύπαρξή του. Ο θάνατος ως μοιραίο και βέβαιο τέλος της ατομικότητας γίνεται ο κύριος εχθρός και έτσι δημιουργείται η ανάγκη διαφυγής.’Οσο ο φόβος θανάτου μεγαλώνει, τόσο αυξάνει και η τάση διαφυγής από το μοιραίο μέσω της δημιουργίας ενός πλασματικού ή «δευτερογενούς» χώρου ή μιας ψευδοπραγματικότητας στην οποία καταφεύγει ο έμφοβος και περιδεής άνθρωπος.
Αυτός και μόνος αυτός είναι ο μηχανισμός της κατασκευής των θρησκειών, στις οποίες καταφεύγουν οι οπαδοί της διαφυγής μέσω του δευτερογενούς κόσμου. Οι άλλοι, οι υπόλοιποι δηλαδή, προσφεύγουν σε άλλες ψευδοπραγματικότητες οι οποίες και αυτές εξαντλούνται στο παροδικό χρόνο, παρέχουν λύσεις μεν στο παρόν αλλά όχι σε ένα μεταθανάτιο μέλλον.
Για τον μηχανιστικό νου δεν υπάρχει τίποτα πιο σίγουρο από τις αισθήσεις, όπως βέβαια τις εντυπώνει και τις αντιλαμβάνεται, δηλαδή όπως η εγκαθιδρυμένη οργάνωση του νου του τις αντανακλά. Αυτή τη βεβαιότητα εκμεταλλεύεται η τάση «διαφυγής» και δημιουργεί νέες «θρησκείες» που δε μοιάζουν καθόλου με τις παλιές. Αυτές οι νέες θρησκείες έχουν γίνει οι συζεύξεις που δημιούργησαν μέσω της τεχνικής την ψευδαίσθηση της βεβαιότητας μιας δήθεν «παγκοσμιοποίησης». Αφορούν και λατρεύονται από εκατομμύρια ανθρώπους όλων των φύλλων, τόπων και προελεύσεων. Αυτές οι νέες «θρησκείες» αφορούν σε βασικές ανάγκες ύπαρξης και προσαρμογής του ανθρώπου που όμως οι τρόποι «λατρείας» τις μετασχηματίζουν από ανάγκες σε αιτίες πλάνης.
Σαν τέτοιες μπορεί να θεωρηθούν η λατρεία των τεχνικών επιτευγμάτων, η κυριαρχία του χρήματος και του κέρδους, οι αισθησιακές απολαύσεις και η φλυαρία. Η εμπορευματοποίηση πνευματικών παραδόσεων και η μετατροπή τους σε πλάνη, η καταφυγή στις ουσίες και τις παραισθήσεις, η λατρεία της αιώνιας νεότητας και η λατρεία της εικόνας του πλαστού, η καταστροφική μανία εναντίον του περιβάλλοντος και της αισθητικής. Είναι προφανές ότι από τη λατρεία αυτών των θρησκειών πρώτοι πλήττονται οι αδύνατοι, παιδιά, γυναίκες ηλικιωμένοι και τελικά οι ίδιοι οι πιστοί τους.
Όπως όλες οι θρησκείες, αφού ο μηχανισμός είναι όμοιος, έτσι και οι νέες έχουν ανάγκη «εικόνων».
Εικόνες που γίνονται αντικείμενα λατρείας (είδωλα) ή χρησιμεύουν σαν πρότυπα μίμησης ή πηγές φαντασίωσης. Αγγελικά ή διαβολικά σημεία αναφοράς, δεν έχει καμιά σημασία για τον εικονόδουλο.
Η λέξη εικόνα και η έννοιά της παράγεται από το ρήμα εικάζω με την έννοια που αυτό μεταφέρει, δηλαδή: παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω, εξάγω ή περιγράφω από σύγκριση, παραβολή και παρομοίωση, σχηματίζω κατά φαντασία (εικασία) την εικόνα πράγματος, σχηματίζω ή σχεδιάζω ομοίωμα ή παράσταση από την πραγματικότητα κ.α.
Η εικασία, παραγόμενη έννοια, σημαίνει: ύπαρξη κατά φαντασία, μη πραγματική υπόσταση, υπόνοια χωρίς επαρκείς υποδείξεις, πιθανολόγημα, σχηματισμός κρίσης από δεδομένα ή χωρίς.
Είναι φανερό ότι η εικόνα είτε σαν αντικείμενο είτε σαν φαντασία φορτίζεται από μια πλασματικότητα, ιδεατότητα. Αν τώρα αυτή η κατά φαντασία ύπαρξη φορτιστεί επί πλέον από την υποκειμενική και ατομική αντίληψη, προκύπτει ένα ομοίωμα το οποίο δεν έχει παρά μορφική και επιφανειακή σχέση με την πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο έχουμε έναν φορέα – εικόνα – ομοίωμα ενός πραγματικού αντικειμένου, προσώπου, έννοιας, ενώ το φερόμενο είναι το με την ατομική φαντασία κατασκεύασμα.
Συμβολοποιείται έτσι σε υποκειμενικό πεδίο η πραγματικότητα με αυθαίρετο μεν αλλά επιβεβαιωτικό τρόπο για την ταυτότητα του «εγώ». Στην πράξη μια εξαπάτηση του εαυτού με την φαντασία.
Η αυθαιρεσία της φόρτισης του ομοιώματος, από το γνωστικό ή φανταστικό χώρο, επιτρέπει μια εκτός ελέγχου χρήση των πραγμάτων, προσώπων, εννοιών, σχημάτων, εικόνων κ.λ.π., δηλαδή όλης της πραγματικότητας.
Ο φανταστικός αυτός χώρος προικίζεται συνεχώς και αδιαλείπτως με όλα όσα παρέχουν «επιβεβαίωση» και «ασφάλεια» σ’ αυτόν που καταφεύγει σ’ αυτό το τέχνασμα, σε τρόπο που καταλήγει η πραγματικότητα να γίνεται «εικονική» (virtual τη λένε τώρα), δηλαδή η πλάνη να θεωρείται το κατ’ ουσία. Όταν βέβαια το άτομο εξομοιωθεί με την εικόνα, ο χώρος της πλάνης από χώρος καταφυγής γίνεται χώρος φυλακής.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: