Post-Festum. Αριστερά ή Δεξιά; (8/2/2014)


Μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού κράτους, γίνεται διεθνώς μια οργανωμένη προσπάθεια συκοφάντησης του σοσιαλισμού όπως αυτός θεωρητικά και πρακτικά εκφράστηκε τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Ορισμένοι θεωρητικοί αυτής της άποψης φτάνουν μέχρι το σημείο να κατηγορούν τον σοσιαλισμό σαν υπεύθυνο για την εμφάνιση του φασισμού και του ναζισμού οι οποίοι, κατ’ αυτούς, δημιουργήθηκαν εξ’ ανάγκης, σαν ασπίδες ενάντιά του. Όπως είναι γνωστό, οι πολιτικές θεωρίες υφίστανται μια απλούστευση προκειμένου να γίνουν κατανοητές στον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό πολιτών, δηλαδή στο λαό από «δεξιά» ή στις μάζες από «αριστερά». Η υπεραπλούστευση που εισάγουν οι νεοφιλελεύθεροι και οι συνοδοιπόροι τους, γιατί αυτοί είναι πίσω από την προσπάθεια αυτή, είναι ότι δεν υπάρχει πια ο διαχωρισμός «δεξιά» και «αριστερά» και ότι τώρα όλοι μαζί πρέπει να βαδίσουμε, αγκαλιά, στη νέα εποχή και τάξη, της ελεύθερης αγοράς, της παγκόσμιας κοινωνίας της πληροφορίας και της γνώσης κι άλλα τέτοια πολύ ωραία. Το πιο πιθανό είναι η προσπάθεια αυτή της ενοχοποίησης του κομμουνιστικού ή καλύτερα του σοσιαλιστικού πειράματος να κρύβει την προειδοποίηση «προσέξτε, οι προσδοκίες και οι ελπίδες σας για μια ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία, προσδοκίες κι ελπίδες όλης της Δύσης αλλά κι όλου του πλανήτη, οδηγούν μαθηματικά σε πολέμους, βία, θηριωδίες κ.λ.π.», και ότι κάθε αλλαγή προς τα «αριστερά» συνεπάγεται τέτοιους κινδύνους.
Στην πραγματικότητα το δίπολο «δεξιά – αριστερά» δεν σημαίνει τίποτε άλλο από δύο διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις. Θα μπορούσε να είναι «πάνω – κάτω», «μπρος – πίσω», «μέσα – έξω» κ.λ.π..
Ο όρος «δεξιά – αριστερά» μπήκε τυχαία στο πολιτικό λεξιλόγιο και καθιερώθηκε από την ανάγκη απλούστευσης που προαναφέραμε. Ο Κλεμανσό αγορεύοντας από το βήμα της γαλλικής βουλής απευθύνθηκε στον Ζορές «εσείς η αριστερά…..». Οι φιλειρηνιστές κάθονταν στα δεξιά έδρανα αλλά ο Κλεμανσό από απέναντι τους είχε στ’ αριστερά του. Το γεγονός της σχετικότητας αλλά και η απόδειξή της δίνεται ολοφάνερη μπροστά στον καθρέπτη όπου το δεξί μάτι του παρατηρητή γίνεται αριστερό για το είδωλό του.
Αν καταργηθεί αυτός ο πλαστός διαχωρισμός, προκύπτει άμεσα η ανάγκη να βρεθεί ένας άλλος που να χαρακτηρίζει τον δυϊσμό που είναι φυσικός για την ανθρώπινη λογική.
Για όσους έχουν ξεπεράσει την κατάσταση του οπαδού, στα πολιτικά πράγματα είναι εύκολο ν’ αναγνωρίσουν «δεξιές» πολιτικές στην «αριστερά» και το αντίστροφο. Αυτός ο απλουστευτικός δυϊσμός που αφορά σε πάρα πολλά αντίπολα οδηγείται από μια, θα λέγαμε, «πρωτόγονη» διακριτική ικανότητα και αυτό γιατί ο άνθρωπος από φυσικού του διαθέτει την ικανότητα μιας εν σειρά διαδοχή σκέψεων. Έτσι οι σκέψεις συνδέονται ανά δύο και όσο ο συλλογισμός αναπτύσσεται τόσο η απόσταση από το αρχικό ερέθισμα μεγαλώνει και η κριτική και συγκριτική ικανότητα μειώνεται. Ο άνθρωπος δεν έχει την ικανότητα περισσότερων της μίας σκέψης ταυτοχρόνως. Έτσι ο συλλογισμός αναγκαστικά παίρνει μια αλγοριθμική μορφή και σχετίζεται στενά με την αριθμητική. Πράγματι, χωρίς λογική δε μπορεί να υπάρξει αριθμητική, αλλά και το αντίστροφο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με την ιστορία, η οποία ενώ μπορεί να ερμηνεύεται κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο (γραμμικά ή κατά κύκλους), πάντα υπαγορεύεται μια γραμμική και μια αριθμητική λογική. Η διαλεκτική σύμφαση των γεγονότων μπορεί όμως να δώσει μια συνολική άποψη.
Συνήθως χαρακτηρίζουν σκεπτικιστές όσους αμφιβάλλουν ή δυσπιστούν απέναντι σε κάθε τι το οποίο δεν είναι αποδεδειγμένο με σαφήνεια. Ο ορισμός αυτός προκύπτει από την δυτικής έμπνευσης κατηγοριοποίηση και τεμαχισμό της διανοητικής δυνατότητας αλλά και της πρακτικής. Έτσι έχουμε τους        –ισμούς και τους αντίστοιχους –ιστές. Στην πράξη ο σκεπτικισμός ή καλύτερα και ελληνικότερα το γνωσιολογικό αυτό σύστημα, «η σκέψη», θεωρεί ότι είναι αδύνατη η κτήση μιας γενικώς ισχύουσας αλήθειας. Αφορά δηλαδή στην κριτική έρευνα χωρίς αποφθεγματικό αποτέλεσμα.
Προφανώς στέκεται απέναντι στην αντικειμενικότητα της επιστήμης αλλά και στον δογματισμό γενικότερα. Η αμφιβολία αυτή δεν προέρχεται από μια βασική αδυναμία φυσικού χαρακτήρα, δηλαδή δεν πρόκειται για αγνωστικισμό. Η αμφιβολία γεννιέται από το ότι τα πράγματα από μόνα τους δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον χαρακτήρα τους και έτσι εμείς, οι παρατηρητές, αποδίδουμε αυθαιρέτως, εμπρόθετα ή απρόθετα, ιδιότητες ή ποιότητες που μας υπαγορεύει η παιδεία, η εμπειρία, η εκπαίδευση, το συμφέρον κ.α.. Έτσι ο σκεπτικός βάζει ερωτήματα που του υπαγορεύει η κριτική σκέψη και αναγνωρίζει ότι άλλα μεν επιχειρήματα ισοσθενίζουν, άλλα δε όχι, και έτσι μένει ατάραχος!
Η σκεπτική ισοσθένεια καθρεπτίζεται σε δίπολα που έχουν αντιφασικό χαρακτήρα και αλληλοσυμπληρώνονται.
Στη δυτική πολιτική η αντίφαση αυτή διαμορφώνεται σαν πρακτική μετά τη γαλλική επανάσταση. Ο πολίτης γίνεται άτομο και μέλος της κοινωνίας των πολιτών. Στην ιστορική αυτή στιγμή ο φιλελευθερισμός έπαιξε ένα θετικό ρόλο στην κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων.
Τα τεχνολογικά μέσα που αναπτύχθηκαν τον 19ο αιώνα επέτρεψαν στο νέο «αστό – πολίτη» να πλουτίσει και ο φιλελευθερισμός αναπτύχθηκε και σαν θεωρία του καπιταλισμού με τάσεις και διαφωνίες όχι λιγότερες από εκείνες του αντίπαλου στρατοπέδου. Στην υπόθεση του καπιταλισμού θεμελιώδη ρόλο έπαιξε ο προτεσταντισμός, κάτι που δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ εάν θέλουμε να ερμηνεύουμε τα συμβαίνοντα, ο οποίος με την ευκολία που του παραχωρούσε η «αναθεώρηση» έβαλε το άτομο κυρίαρχο και τον κόσμο δημιούργημα του θεού προς εξυπηρέτηση του ανθρώπου. Έτσι ο φιλελευθερισμός έχει βασικά αντι-οικολογικό χαρακτήρα. Όπως εξάλλου και το σοβιετικό πείραμα όταν κυριάρχησε η δεξιά παρέκκλιση του ανταγωνισμού με το αμερικανικό μοντέλο. Απ’ την άλλη μεριά, η επαγγελόμενη ισότητα των πολιτών αγνοούσε το γεγονός, του ότι μια τεχνολογικά εξελισσόμενη κοινωνία, γίνεται ολοένα και περισσότερο ταξική, αφού μηχανοποιείται η ίδια, έχοντας ολοένα και περισσότερη ανάγκη για ειδικεύσεις, οι οποίες καταλήγουν σε νέες τάξεις και οργανώσεις συμφερόντων. Η ελευθερία της αγοράς ή του επιχειρείν φέρνει τον φιλελευθερισμό αντιμέτωπο με το κράτος, ενώ από την άλλη έχουμε την αυξανόμενη ανάγκη ισχυρής κυβέρνησης έτσι ώστε η ελευθερία να μη γίνει ασυδοσία.
Όλες αυτές οι αντιφάσεις οδηγούν τον φιλελευθερισμό σε έναν ασταθή και ευκαιριακό ρόλο και στην πολιτική και οικονομική του αποτυχία.
Η έννοια της ελευθερίας αν θεωρηθεί σαν αυτοσκοπός γίνεται σχετική. Σχετική μέσα στα όρια που ορίζουν οι συνθήκες. Έτσι μπορεί να είναι κάποιος ελεύθερος μέσα στα όρια της πόλης της Αθήνας, ένας άλλος μέσα στην Αττική, ένας τρίτος στη Στερεά Ελλάδα κι ένας τέταρτος σε όλη τη χώρα. Γίνεται έτσι φανερή η σχετικότητα της έννοιας και η εξάρτησή της από τα όρια της συνθήκης. Όλοι είναι ελεύθεροι μέσα στα όριά τους αλλά ο χώρος ή οι συνθήκες τους κάνουν να έχουν διαφορετικές δυνατότητες, κάποιοι είναι λιγότερο ελεύθεροι από άλλους. Ο μόνος τρόπος για να μη σχετικοποιηθεί η έννοια της ελευθερίας είναι να την θεωρήσουμε σαν μέσο για την επίτευξη ενός στόχου. Να της δώσουμε δηλαδή κατεύθυνση. Ο πολίτης είναι ελεύθερος για να πράξει κάτι ορισμένο.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει με την έννοια της ισότητας. Επειδή η σειρά της λογικής είναι γραμμική, μπορούν να παραχθούν ισότητες σε παράλληλες σειρές, των οποίων οι παράγοντες στην ίδια σειρά να υπακούουν στην ισότητα, αλλά αυτή να μην ισχύει μεταξύ παραγόντων σε διαφορετικές σειρές. Κάποιοι δηλαδή μπορεί να είναι λιγότερο ίσοι από άλλους. Βλέπουμε έτσι ότι τέτοιες έννοιες, δηλαδή αφηρημένες, από μόνες τους, μόνο σε πλάνες μπορεί να οδηγήσουν. Η ελευθερία θέλει κατεύθυνση, η ισότητα ένα και μοναδικό πρότυπο. Έτσι, πολιτικές προτάσεις που στηρίζονται σε έννοιες αφαιρετικές χωρίς συστηματικότητα και αλληλεξάρτηση μόνο πλάνες και αποτυχίες μπορούν να φέρουν.
Στο τέλος του εικοστού αιώνα αυτό που λέμε «δεξιά» ανασυντάσσεται, θεωρώντας ότι αυτό που λέμε «αριστερά» απέτυχε, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο. Αναπαλαιώνουν τον φιλελευθερισμό σε νεοφιλελευθερισμό και με τον εγγενή ευκαιριακό χαρακτήρα του τακτοποιούν τα θέματα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της οικολογίας, του πλούτου, της φτώχειας κ.λ.π.. Σύμφωνα με τα συμφέροντα των οργανωμένων ολιγοπωλίων και των τραπεζιτών, απαιτούν λιγότερο κράτος, αλλά ισχυρότερη κυβέρνηση, ελευθερία χωρίς σκοπούς, προσωπικό συμφέρον σε αντιστάθμισμα της κοινωνικής αναλγησίας, ελεύθερη αγορά μόνο για ολίγους, άκριτη ανάπτυξη, οικολογική αναισθησία αλλά με τεχνολογική κατεύθυνση. Μια σύγχυση πράγματι η οποία επιστεγάζεται με μια από τα πάνω επιβολή πολυπολιτισμού, fusion το ομολογούν οι ίδιοι, αφού μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί από μόνη της, από τα κάτω, να δημιουργήσει πολιτισμό.
Η αυτοκρατορία δεν μπορεί παρά να καταφύγει στα ρωμαϊκά πρότυπα του θεάματος, εκπορνεύοντας τις τέχνες, τον αθλητισμό, την συμπεριφορά, τη διατροφή, την ένδυση και οτιδήποτε άλλο εκφράζει σαν αποτέλεσμα το πολιτιστικό γίγνεσθαι της κοινωνίας.
Που οδηγούν αυτά; Στον απολυταρχισμό. Όπως ο πρώτος κύκλος του φιλελευθερισμού κατέληξε στον φασισμό και στο ναζισμό. (Ο μεν πρώτος στηρίχτηκε στους τσιφλικάδες της Ιταλίας, ο δε δεύτερος στους τραπεζίτες και στους βιομηχάνους της Γερμανίας.)
Με την ίδια νομοτέλεια ο νεοφιλελευθερισμός στηρίζει τον νέο ολοκληρωτισμό της νέας αυτοκρατορίας.
«..Μπορούμε να πούμε ότι ο φιλελευθερισμός «παράγει» από μέσα του το ολοκληρωτικό – απολυταρχικό κράτος, ως δική του ολοκλήρωση σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης. Το ολοκληρωτικό -  απολυταρχικό κράτος φέρνει μαζί του την οργάνωση και θεωρία της κοινωνίας που αντιστοιχούν στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού.» (Διάβαζε: Marcuse, The struggle against liberalism in the totalitarian view of the state…).
Αυτά όλα τα νέα – (νέα τάξη, νεοφιλελευθερισμός, νέα εποχή κ.λ.π.) κρύβουν ό,τι πιο παλιό και σκοτεινό στην ανθρώπινη ιστορία. Το πραγματικά νέο δεν έχει ανάγκη να τονίζεται σαν τέτοιο, φαίνεται και μυρίζει από πολύ μακριά.
Ποιος δε γνωρίζει τις αγγελίες συνοικεσίων «Νέα κοπέλα 39 ετών…κ.π.λ. , κ.λ.π…». Με τη διαφορά ότι εδώ πρόκειται για κοπέλα χιλιάδων ετών!
Ο Λένιν χρησιμοποιούσε τον όρο «κοσμοπολιτισμός» (στον καιρό του δεν είχε εφευρεθεί ο όρος παγκοσμιοποίηση), γράφοντας ότι αυτός (ο κοσμοπολιτισμός δηλαδή) παρουσιάζεται σαν ενσάρκωση της «ενότητας των Ευρωπαϊκών κρατών», υπάρχουν όμως και πιο ραφιναρισμένες και καμουφλαρισμένες μορφές του κοσμοπολιτισμού. Οι μορφές αυτές καλύπτονται συνήθως πίσω από ανθρωπιστικές, δημοκρατικές, ακόμη και σοσιαλιστικές ιδέες. Ο Λένιν δικαιώθηκε στην θέση του αυτή, τόσο από την σταλινική δεξιά παρέκκλιση του προλεταριακού διεθνισμού, όπως τον εφάρμοσε, δηλαδή μασκαρεύοντας πίσω του τον τσαρικό επεκτατισμό, όσο και από την κυριαρχική επιθετικότητα της νέας αυτοκρατορίας. Οι νεοφιλελεύθεροι ηγέτες της δύσης (Κλίντον, Μπους, Μπλερ, Ρήγκαν, Θάτσερ κ.λ.π.) διαχειριστές του κεφαλαίου, αναγκάστηκαν κάτω από την πίεση των αντιφάσεων του καπιταλισμού (συνεχείς κρίσεις, ανεργία, οικονομικά αδιέξοδα κ.λ.π.), είτε να κάνουν πολέμους, είτε να μάχονται μετά μανίας το κοινωνικό κράτος, να προσπαθούν να το υποκαταστήσουν με τον εθελοντισμό με τις ανθρωπιστικές και οικολογικές οργανώσεις, με τα κινήματα ελευθερίας, με τις περίφημες μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.α..
Το άγχος του καπιταλισμού μπορεί να συμπυκνωθεί σε δύο συστατικά: την νομιμότητα και την εγγύηση της διάρκειας, την μονιμότητα δηλαδή. Έτσι στην εποχή του ψυχρού λεγόμενου πολέμου, ο καπιταλισμός εύρισκε νομιμοποίηση από το αντίπαλο στρατόπεδο. Δεξιό και ωφελιμιστικό και αυτό, αντιδημοκρατικό κι αντιοικολογικό, δεν χρειαζόταν και μεγάλη προσπάθεια για να συκοφαντηθεί. Στη σημερινή εποχή, με την κατάρρευση του ενός πόλου, όλο το σύστημα ταλαντεύεται ακόμη από την απώλεια του καταρρεύσαντος πόλου. Έτσι, ακόμη κι αν δεν υπήρχε αντίπαλο δέος έπρεπε να εφευρεθεί. Η σημερινή σταθερότητα επιχειρείται να νομιμοποιηθεί με την «ανάγκη» αντιμετώπισης της «ανασφάλειας» και το κτύπημα της διεθνούς (;) απειθαρχίας. Πως εξηγούν άραγε οι παπαγάλοι και οι μαϊμούδες το ότι οι νικητές αλλά και οι μεγάλοι ηττημένοι του τελευταίου μεγάλου πολέμου είναι οι πλουσιότεροι του κόσμου όπως κι αν ονομάζονται, G8 ή G8 συν 1 ή G8 συν 1 συν 1 κ.λ.π.. Η τεχνολογική εξέλιξη τους ανάγκασε αντί να πολεμούν μεταξύ τους, να συνεταιριστούν και να πολεμούν τους ασυμμόρφωτους προς τις υποδείξεις. Ό,τι έγινε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο όπου η υπερατλαντική αυτοκρατορία μετάλλαξε την φύση της ιαπωνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας (κρατώντας και χρησιμοποιώντας τους αρχιφασίστες Χιροχίτο και Φράνκο), το ίδιο αποπειράται και σήμερα, στη μέση ανατολή και στα Βαλκάνια, επανιδρύοντας τα εθνικά κράτη κάτω από την ηγεμονία της. Όλοι πρέπει να ασπαστούν το αμερικανικό όνειρο έστω κι αν είναι εφιαλτικό και την αμερικανική δημοκρατία της κου – κλουξ – κλαν, της μαφίας, των διαπλεκόμενων υπερεθνικών και του λούμπεν μισθοφορικού στρατού της. Η υποταγή αυτή σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα θα εξασφαλίσει την καταναλωτική συνείδηση στους λαούς αυτούς και νέα υπερκέρδη στην αυτοκρατορία.

Αν τα παραπάνω έχουν έστω και μικρή δόση αλήθειας, το ερώτημα που μπαίνει για όσους δε θέλουν να υποταχτούν ή για τις μικρές χώρες που ο συνεταιρισμός τους με τα μεγαθήρια θα καταλήξει σε αφομοίωσή τους είναι: Υποταγή ή προσαρμογή; Υπάρχει συνταγή; Ή δράση κατά περίπτωση; Υπάρχουν άραγε απαντήσεις;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: