Τα όσα δεν πρόλαβε ο μέγας Καβάφης (10/5/2014)


Είναι γνωστό σε όλους, χωρίς ίχνος ειρωνείας, ότι οι ποιητές έχουν σαν τέχνη να βρίσκουν λόγια. Λόγια που εικονίζουν τα όσα αισθάνονται οι πλείστοι των ανθρώπων που δεν κατέχουν την τέχνη των λόγων. Κυρίως όμως, δεν έχουν οι πλείστοι το θάρρος της έκθεσης. Μοιραία έτσι οι ποιητές εκτίθενται οι ίδιοι κι ανοίγουν τα παράθυρα του λόγου, για άλλους της καρδιάς, για πολλούς της αντίληψης. Οι λόγιοι, οι σχολιαστές και οι αναλυτές αναλαμβάνουν να συνοδεύσουν τους αμύητους. Ο καθένας άλλωστε στην τέχνη του. Πολλοί από αυτούς τους ειδικούς, μαγεμένοι, ερμηνεύουν την τέχνη του ποιητή και τη μαστοριά του να συνδέει τα λόγια μεταξύ τους και περιγράφουν τα τοπία που ελευθερώνουν τα παράθυρα. Άλλοι εγκλωβίζονται στο περίτεχνο πλαίσιο των παραθύρων ή στα χρώματα του τοπίου ή ακόμη και στα κρυφά νοήματα και τα σύμβολα που ο ποιητής κρύβει πίσω από τις εικόνες. Στην ουσία ο ποιητής προσφέρει το άνοιγμα και την έκθεση του εγκλωβισμένου στο σώμα πνεύματος, ανεξάρτητα από τα θέματα που τον συγκινούν. Κόσμοι θαυμαστοί και πρωτοφανέρωτοι για τους πολλούς, αποκτούν εικόνα, αφού η φαντασία και η σύγχυση θέλει λέξεις, ή νότες, λέξεις είναι κι αυτές, για να φανερωθεί ή να γίνει λογική.
Κάποιοι, οι πιο λίγοι, ανήσυχοι, τόσο στο πνεύμα όσο και στο βλέμμα, ψάχνουν στο βάθος του ορίζοντα ή ακόμα κι έξω από το πλαίσιο του παραθύρου, ούτε κι οι ίδιοι γνωρίζουν τι.
Συνήθως οι ποιητές δεν αυτοσχολιάζονται, ο Καβάφης είναι από αυτούς που το κάνουν. Προστατεύει έτσι τους πολλούς από την αυθαιρεσία ακόμη και τον δόλο των ειδικών.
Αφορμή για το σημείωμα αυτό η κατάσταση σήμερα και το ποίημα του Καβάφη «Περιμένοντας τους βαρβάρους», ποίημα που γράφτηκε στα 1898 και δημοσιεύτηκε στα 1904.


               ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τί κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δε νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τί νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα 
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πουνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
 κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία 
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;


Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.



Ο ποιητής σχολίασε το ποίημα ως εξής:

«Το ποίημα υποθέτει μια τέτοια κατάστασι κοινωνική. Κατάστασι δυνατή· όχι πιθανή· όχι πρόβλεψι δική μου. Η ιδέα μου περί του μέλλοντος είναι πιο αισιόδοξη. Εξ άλλου και εις την αισιόδοξη ιδέα μου το ποίημα δεν αντιβαίνει· μπορεί να παρθεί ως ένα επεισόδιον στη σταδιοδρομία προς το Αγαθόν. Η κοινωνία φθάνει σ’ ένα βαθμό πολυτέλειας, πολιτισμού κ’ εκνευρισμού  [=αποχαύνωσης], όπου, απελπισμένη από την θέσι εις την οποία δεν βρίσκει διόθρωσι συμβιβαστική με τον συνειθισμένο της βίο, αποφασίζει να φέρει μια ριζική αλλαγή-να θυσιάσει, ν’ αλλάξει, να γυρίσει πίσω, ν’ απλοποιήσει. (Αυτά είναι «οι Βάρβαροι».) Πήρε την απόφασί της και χαίρεται και κάμνει τες διάφορες ετοιμασίες (ο αυτοκράτωρ, τα λούσα των υπάτων και των πραιτόρων) και λαμβάνει τα προκαταρκτικά μέσα [=μέτρα;] (η διακοπή της νομοθεσίας των Συγκλητικών). Αλλά σαν έρχεται ο καιρός της εφαρμογής, αίφνης γίνεται δήλον ότι εμελέτησεν μια ουτοπία (το νύχτωμα χωρίς νά ‘λθουν οι βάρβαροι), και ότι λόγοι τους οποίους δεν προείδε καθιστούν το σχέδιόν της αδύνατον (οι φθάσαντες απ’ τα σύνορα και λέγοντες ότι «βάρβαροι πια δεν υπάρχουν»). Την καταλαμβάνει μια μεγάλη αθυμία (ο γυρισμός στα σπίτια όλων συλλογισμένων, η ανησυχία)·και το ποίημα δεν την παριστάνει μεν ως τελείως απελπισμένην ένεκα της αποτυχίας της προσδοκίας της, αλλά δυσανασχετούσα δια το τί θα γίνη («Και τώρα τί θα γένουμε», «ήταν μια κάποια λύσις») –Να οι βάρβαροι και στον ιδιαίτερο βίο. Όταν κανείς συχνά επιθυμεί να μην έχει γνώσεις, να έχει απλή πίστι, χωρίς ανάγκες, και να ζη την ζωή κανενός απλού και αμαθούς ανθρώπου για τον οποίον τα πράγματα έχουν μια δροσερότητα και την χαρά και το ενδιαφέρον του ανεξιχνίαστου».


Το πνεύμα του ποιητή εγκατέλειψε το γήινο σώμα στα 1933. Έκτοτε συνέβησαν πολλά. Θα ήταν μεγάλη ευεργεσία για τους ανθρώπους οι ποιητές να ζουν αιώνια, όχι μόνο με τα λόγια τους, κι έτσι να γράφουν και να ξαναγράφουν τα ποιήματά τους.
Αν ζούσε ο ποιητής θα ήταν σε αμφιβολία για την αισιοδοξία του για το μέλλον. Αισιοδοξία που πηγάζει από την πίστη του ότι ένα πισωγύρισμα είναι δυνατό να φέρει στη ζωή την χαμένη αθωότητα – πράγμα αδύνατο- αλλά και την αντίληψη ότι η ζωή του αμαθούς ανθρώπου μπορεί να έχει δροσερότητα, χαρά και ενδιαφέρον για το ανεξιχνίαστο, πόσο μάλλον η ζωή των βαρβάρων.
Αν ζούσε ο ποιητής θα είχε δει ότι η ματαίωση της άφιξης των βαρβάρων επαναλήφθηκε πολλές φορές και ότι την «μια μονότονη ημέρα άλλη μονότονη, απαράλλακτη, ακολουθεί».
Οι βάρβαροι εξακολουθούσαν να είναι μια ουτοπία, μια κάποια λύση στο πρόβλημα του κοινού συνειδητού της κοινωνίας.
Δεν είναι γνωστό πότε και από ποιους προτάθηκε η λύση στο πρόβλημα της ανυπαρξίας βαρβάρων στα σύνορα. Το πιο πιθανό είναι να το πρότειναν  αξιωματικοί των συνόρων κι όσοι μιλούσαν τα βαρβαρικά ή είχαν εμπορικές συναλλαγές μαζί τους. Αυτοί και κάποιοι «ματαιόσπουδοι» και άλλοι, «που εύκολα ξιπάζονται», θαμπωμένοι από την δεξιότητα των βαρβάρων στα όπλα, απ’ την κραιπάλη, τα όργια και από την ακόρεστη κι ανήθικη χλιδή των αρχηγών τους, πρότειναν στους άρχοντες κι αυτοί στον αυτοκράτορα.
Γιατί άραγε να περιμένουμε τους βάρβαρους που δεν έρχονται; Γιατί να υφιστάμεθα συνεχώς τη ματαίωση της ελπίδας για μια κάποια αλλαγή; Γιατί όπως λέει και ο ποιητής να μην απλοποιήσουμε τη ζωή μας, φτιάχνοντας δικούς μας βαρβάρους; Γιατί; Αφού υπάρχουν «τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας», τι έχουμε να φοβηθούμε;
Εθαύμασε ο αυτοκράτωρ. Αυτοί είναι σύμβουλοι, σκέφτηκε. Τι τους θέλω τους συγκλητικούς και τους υπάτους; Οι αξιωματικοί, οι ένοπλοι, οι έμποροι, οι καλοζωισμένοι σοφοί, αυτοί βρήκαν τη λύση. Το αποφάσισε. Και το ανακοίνωσε στους συγκλητικούς, θαύμασαν κι αυτοί «κι επεφημούσαν γοητευμένοι μόλο που ήξεραν τι κούφια λόγια ήσανε», τον φοβόντουσαν όμως γιατί ήταν «μεσ’ την καρδιά του, πάντοτε βάρβαρος, αλλά στους τρόπους του και στη λαλιά του Έλλην». Η δυναστεία του, οι πρόγονοί του δηλαδή κι ο ίδιος, είχε με τη βιαιότητά του καταφέρει «οι Έλληνες να τον ακολουθούν, μήτε να κρίνουν ή να συζητούν μήτε να εκλέγουν πια. Ν’ ακολουθούνε μόνο».
Κάποιοι, ελάχιστοι, όπως συμβαίνει πάντα, αντιστάθηκαν κι αρνήθηκαν να συναινέσουν. Έκανε τα πάντα ο αυτοκράτωρ, απειλές κι υποσχέσεις μαζί, αξιώματα, δώρα και τιμωρίες. Δεν κατάφερε τίποτα, αυτοί ήξεραν ότι κατάστρεψαν τη ζωή τους και τη ζωή των δικών τους, με την άρνησή τους, κι όμως, έμειναν σταθεροί «ο αρνηθείς δεν μετανιώνει, όχι θα ξανάλεγε, κι όμως εκείνο το όχι –το σωστό- τον καταβάλλει εις όλην την ζωή του» λέει ο ποιητής.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει ν’ αναφέρω ότι η έννοια βάρβαρος που χρησιμοποιώ σ’ αυτό το κείμενο δεν σημαίνει ούτε σημειολογεί καταγωγή, εθνότητα, θρήσκευμα ή οποιοδήποτε άλλο κατηγόρημα, αλλά μόνον την έλλειψη ελληνικής παιδείας, γλώσσας και σκέψης. Εξάλλου το να είσαι Έλληνας απαιτεί μελέτη, κόπο και σκέψη, δραστηριότητες απεχθείς για τους βαρβάρους.

-Υπήρχαν βάρβαροι στ’ ανατολικά της χώρας αλλά και στα δυτικά, αυτό εξάλλου και το σύμβολο της εθνικής σχιζοφρένειας, ο δικέφαλος, «εν μέρει εθνικοί κι εν μέρει χριστιανίζοντες».
Ο αυτοκράτωρ εξαπέστειλε πρεσβείες αποτελούμενες από εμπόρους, λόγιους κι αξιωματικούς προς την Δύση και προς την Ανατολή. Μυστικές εντολές είχαν την μελέτη των τρόπων που οι βάρβαροι ζούσαν, σαν άτομα αλλά και σαν κοινωνίες. Πολλά βέβαια γνώριζαν οι Έλληνες για τους βαρβάρους, επί αιώνες ζούσαν ανάμεσά τους, τους πολέμησαν και πολεμήθηκαν από αυτούς. Τώρα όμως ο αυτοκράτωρ επιθυμούσε γνώση σε βάθος. Γνώση που να μπορεί να γίνει πρόγραμμα εκπαίδευσης. Πώς θα μπορούσε αλλιώς ν’ αποκτήσει δικούς του βάρβαρους;
Οι πρέσβεις εκτέλεσαν στο ακέραιο την αποστολή τους. Μετέφεραν και μετά δίδαξαν, οι ίδιοι και οι μαθητές τους, επέβαλαν αλλά και πώλησαν, αποκομίζοντας πλούτη άπειρα, τους βαρβαρικούς τρόπους, μεταπράτες του βαρβαρισμού. Σήμερα, μεταπράτες εξυπνάκηδες, ψωνίζουν σοφία από το διαδίκτυο και την μεταπωλούν στους –καθυστερημένους- ιθαγενείς. 
Οι Έλληνες είχαν τέσσαρες αρετές. Την κριτική σκέψη, την ελευθεροφροσύνη, την αφομοιωτική ευφυΐα και την αισθητική ηθική. Τις απώλεσαν όλες κι απέκτησαν τα βαρβαρικά χαρακτηριστικά της αμετρίας και της δουλοφροσύνης, διέστρεψαν την ευφυΐα τους σε εξομοιωτική και «καλλιέργησαν» την ανήθικη ακαλαισθησία. Έχασαν την αριστοκρατική διάκριση και την αντικατέστησαν με την ποσοτική και χυδαία επίδειξη. Μύρια όσα απώλεσαν και μύρια όσα αρνητικά απέκτησαν. Έγιναν τέλειοι βάρβαροι, παρόλον ότι διατήρησαν μεν αλλά νοθευμένη και ξύλινη τη λαλιά τους.
Πρώτοι και καλύτεροι οι άρχοντες, οι συγκλητικοί, οι ύπατοι και οι πραίτορες κι ο εκάστοτε αυτοκράτωρ. Μαζί κι όλο το αληταριό που συνοδεύει την κάθε εξουσία. Αμαθείς και απαίδευτοι, χυδαίοι, αιμοβόροι, εκδικητικοί και δοξομανείς, πιο βάρβαροι από τους αυθεντικούς. Η αρπαγή και η καταστροφή οι μεγάλες αρετές τους, η κακία σε συνδυασμό με την δουλοφροσύνη, όπως οι παλαιοί βάρβαροι, απ’ όπου πήραν και τα φώτα, αγνοούν τις έννοιες  πόλις και κράτος. Το κέρδος κι η επίδειξη τα κύρια μελήματά τους.
Η αρχή έγινε από την «λαλιά». Σιγά-σιγά λέξεις, εκφράσεις κ.λ.π. εισχωρούσαν επιτήδεια στην καθημερινή γλώσσα. Μετά ήρθε η σειρά του εμπορίου. Όλο και περισσότεροι ασχολούνταν με συναλλαγές τόσο στη βαρβαρική εσπερία όσο και στην ανατολή. Το κέρδος είναι πάντα το μεγάλο κίνητρο. Φέρναν πρώτες ύλες, ξυλεία και δέρματα, όπλα και εμπορεύματα, μαζί με βαρβαρικές συνήθειες, έθιμα, γιορτές και κάθε είδους χονδροειδούς καινοφάνειας. Μετά ήλθε η σειρά των σχολείων εκμάθησης των βαρβαρικών διαλέκτων. Όσο τα κέρδη αυξάνονταν, τόσο πιο πολλοί μάθαιναν τα βαρβαρικά.
Ο ιστορικά συγχρονισμένος εκχριστιανισμός των βαρβάρων και των Ελλήνων δημιούργησε νέα δεσμά μεταξύ τους, παρόλον ότι δογματικές ή θεολογικές διαφορές τους οδήγησαν, και μέχρι σήμερα τους καθήλωσαν, σε μια στείρα εμπόλεμη πολιτισμική διαμάχη χωρίς νικητή και ηττημένο –με θύματα όμως τους Έλληνες, αφού πρέπει να συμβιβάσουν στη συνείδησή τους το παρανοϊκό ιδεολόγημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
Τώρα υπάρχουν όπως πάντα βάρβαροι έτοιμοι να περάσουν τα σύνορα, όχι πια για να λεηλατήσουν ή να καταστρέψουν -αυτό το έργο το έχουν αναλάβει οι ιθαγενείς-, έρχονται για να κάνουν διακοπές. Όλοι τους αναμένουν με λαχτάρα «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπιν, χωρίς αιδώ», γιατί φέρνουν χρήματα. Χιλιάδες εργαζόμενοι κερδίζουν τη ζωή τους από τη δραστηριότητα αυτή. Αφού οι άρχοντες δεν φρόντισαν έγκαιρα για κάτι άλλο. Δικαιώνεται έτσι ο ποιητής, πράγματι, είναι κάποια λύση.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: