Η μηχανιστική και γραμμική χρήση της σκέψης (17/5/2014)


Η προγονική κληρονομιά και η κοινωνική και γνωστική εκπαίδευση γίνεται για τους ανθρώπους (πόσο μάλλον για τους σημερινούς Έλληνες) εμπόδιο και βάρος όταν τη χρησιμοποιούν σαν πιστοποιητικό νομιμότητας της οιασδήποτε συμπεριφοράς τους. Η προγονική κληρονομιά δεν αφορά μόνον στον πολιτισμό αλλά και στο φυσικό DNA και στο περιβάλλον που το υποκείμενο αναπτύσσεται.
Η δυτική έννοια ratio διαστρέφει την αρχική σημασία της έννοιας του λόγου, από έννοια που αφορά στο μέτρο της σχέσης τάξη-αταξία, σε λογικό μέσον με στόχο την κυριαρχία πάνω στο περιβάλλον είτε αυτό είναι κοινωνικό είτε φυσικό. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά μεταξύ ελληνικής και δυτικής σκέψης.
Όταν χρησιμοποιούνται σε ένα συλλογισμό ή μία απόφαση ή γενικώς σε μία τακτοποίηση «πληροφοριακά» δεδομένα, με την μορφή μετρήσεων μεγεθών, αυτά τα δεδομένα λειτουργούν σαν φίλτρο που αποκλείει την ποιότητα σε κάθε απόφαση ή αποτέλεσμα που προκύπτει.
Η μόνη χρήση ενός δεδομένου καθ’ οιονδήποτε τρόπο, δεν περιλαμβάνει αναγκαστικά τον χρήστη και την συμμετοχή του στις διαδικασίες παραγωγής του είτε αυτό πρόκειται για υλικό, ενεργειακό ή «πληροφοριακό» προϊόν.
Η χρήση του ίδιου αλφάβητου και της ίδιας γλώσσας από μια κοινωνία ή ομάδα δεν εξασφαλίζει ποτέ την ομοφωνία πάνω στο «αληθές» νόημα επίμαχων εννοιών. Δηλαδή η κοινή αποδοχή και χρήση της μορφής του φέροντος δεν εξασφαλίζει την ταύτιση πάνω στην έννοια του φερόμενου.
Ο Μαρξ σημειώνει ότι «οι νόμοι που διέπουν την δομή ενός συστήματος είναι διάφοροι από τους νόμους της λειτουργίας του, παρόλον ότι δομή και λειτουργία βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση». Αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη θεώρηση θα δούμε ότι αυτή η διαφορά προκαλεί τις αντιφάσεις και τον δυναμισμό του συστήματος και όταν επιτυγχάνεται η διαλεκτική σύμφασή της το σύστημα ευρυθμίζεται. Η συστηματική μελέτη των κοινωνικών φαινομένων αποδεικνύει ότι με τα όσα γνωρίζουμε μέχρις σήμερα ο Μαρξ είχε δίκιο πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.
Τα προβλήματα που προκύπτουν από άστοχες ή εύστοχες επιλογές και αποφάσεις είναι δύσκολο ν’ αναλυθούν γιατί θεωρείται ότι η ελευθερία της βούλησης είναι πλήρης και ακέραια. Στην πραγματικότητα η ελευθερία της βούλησης είναι ένας δυναμικός παράγων που δημιουργείται από την αντίφαση του φυσικού σώματος με το λογικό. Αυτό που ονομάζουμε βούληση περιέχει οπωσδήποτε πρόθεση και στόχο, πράγμα που κάνει την βούληση να είναι ένα σύνολο φυσικών, δηλαδή απρόθετων στόχων (ένστικτο, φυσικές ανάγκες κ.λ.π.) και λογικών, δηλαδή εμπρόθετων, στόχων (διανοητικές διαδικασίες, εκπαίδευση, τρόποι και επιδεξιότητες κ.α.). Η αντίφαση ή αντίθεση μεταξύ αυτών των εμπρόθετων και απρόθετων στόχων και η διαλεκτική τους ή όχι σχέση, προσδίδει αφενός τον δυναμισμό στην προκύπτουσα συνισταμένη βούληση και αφετέρου καθορίζει την ποιότητά της.
Τα προβλήματα που αφορούν στην ελευθερία της βούλησης θα πρέπει να αναλύονται, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί πραγματικά να βούλεται ελεύθερα γιατί αυτή η δυνατότητα της ελευθερίας εξαρτάται άμεσα από μια γενετική κληρονομιά και μια γνωστική εκπαίδευση, παράγοντες και οι δύο οι οποίοι δεν είναι της δικής του επιλογής.
Το γεγονός αυτό στην εποχή μας ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από το ότι η επιβολή της τεχνολογίας από τις κυρίαρχες ομάδες, πάνω σε κάθε έκφραση της κοινωνικής ζωής, στερεί ακόμα περισσότερο την ανάπτυξη ελευθερίας βούλησης και μέσω αυτής διεύρυνση των επιλογών. Αποκλείονται έτσι αναζητήσεις πέραν αυτών που καθορίζουν οι κυρίαρχοι και τα μέσα που αυτοί εξουσιάζουν και διαθέτουν, παρόλον ότι είναι ευρύτατα διαδεδομένη η νεοφιλελεύθερη πλάνη ότι δηλαδή η κοινωνία της αγοράς προσφέρει ποικιλία επιλογών.
Οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται, ούτε αποδίδουν το αρχικά σημαινόμενο και ευτελίζονται φθειρόμενες σε μια χρήση συμβολική με ένα εργαλειακό και συνθηματικό χαρακτήρα. Η επικοινωνία έτσι παίρνει ένα τελεστικό χαρακτήρα όπου τα τερματικά εντέλλονται και οι δέκτες αποκρίνονται μέσω δράσης και δεν αντιλέγουν. Η ρομποτική αυτή χρήση της γλώσσας συμπαρασύρει τις διανοητικές διαδικασίες σε μια παρόμοια μηχανιστική λειτουργία της νόησης και επομένως και καθετί που μέσα από αυτή υπάρχει, λέγεται ή νοείται. Είναι εξάλλου αυταπόδεικτο ότι αφού σκεπτόμαστε με λέξεις, η διαδικασία παίρνει κατ’ ανάγκη το σχήμα σκέψη – λέξη – πράξη και αντίστροφα σε κυκλικό και όχι γραμμικό δεσμό.
Χαρακτηριστικό είναι το ότι, όσο η επιστήμη είχε γνωστικό χαρακτήρα, δανειζόταν λέξεις ελληνικές μιας και η πληρότητα της ελληνικής γλώσσας έχει καλλιεργήσει την νόηση και τους τρόπους που αυτή τελείται από τους ιστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. 
Από την στιγμή που η επιστήμη άλλαξε την δομή της και μετέβαλλε τον γνωστικό χαρακτήρα της δομής της σε μηχανιστικό, η αφυσικότητα στην οποία περιέπεσε την αναγκάζει να εφεύρει μια νέα ορολογία γιατί στην ελληνική γλώσσα αυτή η αφυσικότητα δεν υπάρχει.
Το ίδιο συμβαίνει και στην φιλοσοφία και αυτό γιατί η ανάπτυξή της εξαρτήθηκε απόλυτα από την ελληνική λέξη-σκέψη. Η ουσία της φιλοσοφίας, εξ’ υπαρχής ελληνική στο δρόμο της εξέλιξής της, μεταλλάσσεται κάτω από την δυτική κυριαρχία, η οποία εξουσιάζεται από μια αντίληψη σχηματική και μηχανιστική, σε εργαλείο. Εργαλείο με μία και μοναδική λογική φάση, στην υπηρεσία καταρχάς των ολιγαρχιών και τελικά μιας ανάπηρης αστικής αντίληψης που πηγάζει από μια αυθαίρετη σύνθεση του βαρβαρισμού με τον δυτικό χριστιανισμό.
Όταν βρισκόμαστε στο δρόμο της ελληνικής λέξης και της φιλοσοφίας, δεν είναι από μόνο του αρκετό αυτό το γεγονός για να συνεχίσουμε με ελευθερία την πορεία μας. Δηλαδή η ελληνική προέλευση της σκέψης-λέξης δεν είναι αρκετή ώστε να εγγυηθεί την ελευθερία της αναζήτησης, αυτό όπως είπαμε γιατί η οδός έχει διαποτισθεί με την δυτική αντίληψη. Έτσι στον ελληνικό δρόμο είναι απαραίτητο να διατηρηθεί και ο ελληνικός τρόπος αναζήτησης. Η ελληνική ερώτηση «τι εστίν» είναι πολυσήμαντη. Η απάντηση δεν αφορά μόνο στην ονομασία του περί του οποίου γίνεται η ερώτηση, αλλά και στην ιδέα ή στην έννοιά του. Το ερώτημα για την ιδέα ή την έννοια, για την ουσία ή την φύση του πράγματος, αυτόματα καθορίζει τον χαρακτήρα του δρόμου της σκέψης στον οποίο βρισκόμαστε. Το ερώτημα τίθεται όταν το αντικείμενο για το οποίο δημιουργείται είναι συσκοτισμένο, συγχυσμένο και ασαφές και συγχρόνως η σχέση του ερωτωντός με το αντικείμενο ανύπαρκτη, διαταραγμένη ή ελλιπής.
Αν τώρα το ερώτημα προκύπτει από μια ανάγκη της ζωής, τότε η επίπονη αλλά ελεύθερη αναζήτηση θα αποδώσει φιλοσοφικό αποτέλεσμα. Αν όμως το ερώτημα προκύπτει προς χάριν της ερωτηματικής «επιστήμης» και της λεγόμενης γνώσης, η σύγχυση θα επιταθεί και θα προκύψουν νέα, πολυπλοκότερα αλλά και μακράν της αλήθειας δεδομένα, που θα πυροδοτήσουν ένα νέο κύκλο ερωτήσεων και σύγχυσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: