Μετασχηματισμοί, η αναλλοίωτος σταθερά και τα μνημόνια (25/10/2014).


Η σύγχρονη δυτική επιστήμη χαρακτηρίζεται από μια συνεχώς αυξανόμενη εξειδίκευση η οποία οφείλεται, καταρχάς, στο τεράστιο ποσό δεδομένων που προκύπτουν από τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων, στην πολυπλοκότητα και ποικιλία των τεχνητών μεθόδων που έχει στη διάθεσή της, και, τέλος, στην πληθώρα των θεωρητικών υποθέσεων που προκύπτουν από την επεξεργασία των δεδομένων και την εξέλιξη των μέσων. Ο όρος Γενική Θεωρία των Συστημάτων, όπως προτάθηκε από τον Bertanlanffy, εξακολουθεί και σήμερα, 50 χρόνια μετά, να παραμένει αόριστος και γενικός. Σήμερα, με τον όρο αυτό εννοούμε ένα τεράστιο γνωστικό υλικό γύρω από τη φύση της έννοιας σύστημα, αλλά για κανένα λόγο μια ενιαία συγκροτημένη και κωδικοποιημένη θεωρία. Το τεράστιο γνωστικό κεφάλαιο της δυτικής επιστήμης επιτάσσει τον τελευταίο αιώνα με όλο και μεγαλύτερη ένταση, την ανάγκη ύπαρξης μιας υπερεποπτίας του συστήματος που αφηρημένα και αόριστα ονομάζουμε επιστήμη, μέσα από αυτήν την ανάγκη ελέγχου. Ανάγκη βέβαια, που προκύπτει από την ιδιοτελή και κυριαρχική τάση εκμετάλλευσης της γνώσης.
Η συστηματική θεώρηση έχει ως αντικείμενο τη συγκεκριμενοποίηση, με σχετικά μέσα, του «όλου» και, ως εκ τούτου, μοιραία, όντας μια σχετική μέθοδος λόγω των μέσων έκφρασης, θα καταλήγει πάντα στο να επιτυγχάνει μια σχετική ταξινόμηση. Το προσόν αυτής της μεθόδου έναντι των άλλων (επιστημονικών ή θεολογικών) είναι ότι παραμένει εκ φύσεως συνεχώς ανοικτή και διαθέσιμη για τους επαναπροσδιορισμούς ή τις αναθεωρήσεις που προκύπτουν από την εμπειρία, την ποικιλία της γνωστικής κατεύθυνσης και του τρόπου που χειρίζεται ο μελετητής αυτήν τη δυνατότητα. Η συστηματική θεώρηση, έτσι, έχει χαρακτήρα εμπειρικό και μεθοδικό και εκ φύσεως αντιδογματικό.
Το πρότυπο του συναθροιστικού κόσμου (που αντιφαίνεται στο ελληνικό συνολικό πρότυπο) όπως ακριβώς το ονειρεύονται αιώνες τώρα όλοι οι εξουσιαστές και οι γραφειοκράτες συνεργοί τους, πραγματοποιείται στην εποχή μας από τους επίδοξους πλανητάρχες και τους μηχανικούς συστημάτων. Στην πραγματικότητα όμως, η ακωδικοποίητη Γενική Θεωρία των Συστημάτων και η κριτικά συνολική σκέψη, δεν προτείνει την συρρικνωτική μείξη της γνωστικής ουσίας σε μια φυσική υπερεπιστήμη  και την αναγωγή όλων των φαινομένων, δρώμενων και νοούμενων, σε υλικά συμβάντα, αλλά κάνει δυνατή την κατανόηση του ολοποιημένου κόσμου. Αυτή η συστηματική ολοποίηση αφορά στους ισομορφικούς τρόπους με τους οποίους τα στοιχεία του κόσμου σχετίζονται μεταξύ τους και οι ίδιοι αυτοί τρόποι ισχύουν σε όλα τα πεδία. Τα πράγματα δείχνουν και είναι διαφορετικά, αλλά σχετίζονται μεταξύ τους με όμοιους τρόπους.
Ως μετασχηματισμό εννοούμε το σύνολο των αλλαγών που πραγματώνει ένα σύστημα, είτε στο εσωτερικό είτε στην εξωτερική συμπεριφορά του, χωρίς να  μεταβάλλει τη δομή του. Αυτοί οι μετασχηματισμοί διενεργούνται μέσα σε κάποια όρια, πέραν των οποίων το σύστημα όχι μόνο μετασχηματίζεται αλλά και αλλάζει τη δομή του. Στην πράξη, τα όρια αυτά ορίζουν την ακεραιότητα και την πληρότητα του συστήματος. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι ενώ τα στοιχεία ενός συστήματος υπόκεινται σε αλλαγές εντός σταθερών ορίων, οι νόμοι βάσει των οποίων αυτές οι αλλαγές συντελούνται είναι σταθεροί και σχετικοί με τη δομή του συστήματος. Συνδέοντας τους μετασχηματισμούς με τον έλεγχο, είναι προφανές ότι και στους μετασχηματισμούς θα έχουμε δύο φάσεις αντίρροπες και αντιφασικές (αναστρέψιμες και μη αναστρέψιμες αλλαγές).
Ένα δυναμικό σύστημα, πάντως, μπορεί να υπερβεί τα όρια των αναλλοίωτων εμπρός στον κίνδυνο να καταρρεύσει, από την αδυναμία του να αφομοιώσει ή από  την υπερβολική εξομοίωση ύλης, ενέργειας ή σημάτων – μηνυμάτων και, προκειμένου να μη συμβεί αυτή η κατάρρευση, αλλάζει τη δομή του (καρκίνος και σχιζοφρένεια ως αποτέλεσμα παραβίασης της βιολογικής αναλλοίωτου, ή εξουσιαστική κυριαρχία ως παραβίαση αναλλοίωτου της κοινωνικής φυσικής δημοκρατίας).
Ο μετασχηματισμός αποτελεί βασική ιδιότητα της δομής και διενεργεί μέσα στα όρια που δεν ανατρέπουν την ισορροπία αυτής της δομής σαν ολότητα και προκειμένου όσον αφορά στα ανοικτά συστήματα χάριν της βασικής ιδιότητας αυτών των συστημάτων την αυτορύθμιση.
Η οικονομίστικη και μηχανιστική αντίληψη των εξουσιαστικών ομάδων που επεκράτησαν μετά την κατάρρευση του σοβιετικού πρότυπου έχοντας επιβάλλει την αντιδιαλεκτική παραμόρφωση του ανοικτού συστήματος της κοινωνίας σε συνάθροισμα οικονομικής εκμετάλλευσης επιβάλλει λειτουργικούς μετασχηματισμούς με κύριο στόχο το κέρδος και την κυριαρχία τους.
Η οργάνωση της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας σε μορφή συναθροίσματος με αντιδιαλεκτική δομή, ενός κράτους δηλαδή του οποίου η αναλλοίωτος σταθερά είναι άγνωστη και αδιερεύνητη, οδηγεί μοιραία σε αυταρχία και βαρβαρότητα, όποιο κι αν είναι το προσδιοριστικό επίθετο αυτού του κράτους (απολυταρχικό, δημοκρατικό, φιλελεύθερο, φασιστικό, σοσιαλιστικό κ.λ.π.). Έτσι ο σωρευτικός καπιταλισμός, ατομικός ή κρατικός, είναι συνυφασμένος με την τελεστική αυταρχία και την σώρευση εξουσίας και πλούτου σε ολίγους. Πλούτου ο οποίος μπορεί να είναι υλικός, ενεργειακός ή πληροφοριακός.
Ένα τέτοιο κράτος δεν μπορεί να περιλαμβάνει το όλο της κοινωνίας, κυρίως λόγω της οικονομίστικης μονομέρειάς του. Η έννοια της αναλλοίωτης σταθεράς αφορά στα όρια των αλλαγών που μπορούν να γίνουν χωρίς να μεταλλαχθεί ή καταστραφεί η δομή του συστήματος. Για παράδειγμα σ’ ένα μουσικό κομμάτι μπορούν να γίνουν μετασχηματισμοί ή διασκευές, αλλά η αναλλοίωτος είναι η μελωδία.
Στις ανθρώπινες κοινωνίες τόσο η ποσοτική όσο και η ποιοτική σχέση των ομάδων που συγκροτούν τις κοινωνίες αυτές έχουν θεμελιώδη σημασία. Η αγνόηση του ποιοτικού χαρακτήρα των σχέσεων και η κυριαρχία της ποσότητας ή των αριθμών παραβιάζει την δομή και οδηγεί μαθηματικά σε κρίση ή ακόμη και κατάρρευση.
Αυτή η μηχανιστική θεώρηση είναι βαθιά αντιστορική αφού αρνείται τις εσωτερικές αντιθέσεις σαν πηγές της ανάπτυξης. Η συναθροιστική αυτή άποψη του «ποσοτισμού» έχει σαν μέλλον αναπόφευκτο την σύγκρουση ή την βίαιη επικράτηση ενός βαρβαρικού τύπου κράτους.
Η πλανεμένη αντίληψη ενός συναθροιστικού κόσμου υπαγορεύει ρυθμίσεις μηχανιστικού (αθροιστικά ή αφαιρετικά) και όχι δυναμικού τύπου (διάλυση – επανασύνθεση). Θεωρείται, πλανεμένα, ότι ρυθμίσεις τέτοιου τύπου (μηχανιστικές) εξασφαλίζουν την ευρυθμία του συστήματος, ενώ στην ουσία παράγουν στατική ισορροπία η οποία όμως, λόγω της αντιρροπικής φύσης της, είναι εξαιρετικά ευάλωτη και τρωτή. Η παραμικρή διαφορά τάσης απειλεί να την ανατρέψει. Αποτέλεσμα είναι η συνεχής κρίση καθώς και η ανάγκη συνεχών και αλληλοδιαδοχικών χειρισμών σωρευτικού χαρακτήρα. Όλοι αυτού του είδους οι χειρισμοί είτε εφαρμοστούν στον ανθρώπινο είτε στον κοινωνικό οργανισμό, οδηγούν στην μονιμότητα της κρίσης, της ασθένειας, στη δυσλειτουργία και μακροχρόνια στην κατάρρευση.
Οι πολιτικοί και πολιτιστικοί θεσμοί καθορίζουν τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης με τρόπους ετερόνομους αντί ετερογενείς.
Με αυτόν τον τρόπο η πολιτική ταυτίστηκε με το κράτος. Ενώ στην πράξη το κράτος εκφράζει μόνον μία όψη της πολιτικής που αφορά στην εξουσία. Σε αντίθεση η ετερογένεια ως συνθετική προϋπόθεση προκαλεί την συμμετοχική διαδικασία και υπαγορεύει την ανάγκη ύπαρξης αυτόνομων στοιχείων στην περίπτωση πολιτών που μετέχουν σε μια συλλογική πράξη. Το συνολικό εκφράζεται κύρια από το πλήθος των αυτόνομων αλλά ετερογενών στοιχείων που συνθέτουν την πολυπλοκότητά του.
Η τάση της αυτορύθμισης ενός τέτοιου συνόλου διευκολύνεται ή όχι ποσοτικά και ποιοτικά μέσω της αναδραστικής διαδικασίας. Τέτοια διαδικασία ορίζεται η δημοκρατική και ο βαθμός του κυκλικού δεσμού ελέγχου καθορίζει και την λειτουργικότητα αλλά και την αποτελεσματικότητα. Η μηχανιστικά κρατιστική αντίληψη καθιέρωσε μία από τα πάνω μονοφασική κατεύθυνση των πολιτικών πράξεων έτσι ώστε τα πολιτικά δικαιώματα να θεωρούνται ως εκχωρούμενα και να περιορίζονται σε οικονομικές διεκδικήσεις και μόνον.
Η ιδέα του πολίτη είναι και αυτή μια διφορούμενη έννοια, γιατί η διαδικασία επέκτασης των πολιτικών δικαιωμάτων θεωρήθηκε συχνά μια διαδικασία που κατευθύνεται από τα πάνω. Είναι δηλαδή το κράτος αυτό που χορηγεί τα πολιτικά δικαιώματα και είναι ο νομοθέτης αυτός που προσδιορίζει τα περιεχόμενά τους.
Υπάρχουν όμως και τα πολιτικά δικαιώματα που γεννιούνται με τη συλλογική πράξη και τείνουν να συμπέσουν με την αυτοθέσμιση της κοινωνίας, με την αυτονομία και την δημοκρατία. Είμαι δηλαδή πολίτης γιατί συμμετέχω ενεργητικά στην πολιτική ζωή. Αντίθετα, σήμερα, τα πολιτικά δικαιώματα ερμηνεύονται κυρίως σαν ένας τίτλος για να προβληθούν οικονομικές και πολιτικές αξιώσεις προς το κράτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: