Ο Μπαξές (9/7/2016)


Υπάρχει ένας μηχανισμός στα μυαλά, κυρίως στα παιδικά και νεανικά, που συνδέει το καινοφανές, είτε είναι λέξη, έννοια ή και γεγονός, με εικόνες, που σχετίζονται με το αντικείμενο της καινοφάνειας. Τη λέξη «μπαξές» πρωτοάκουσα στη γειτονιά που μεγάλωσα, στο Μεταξουργείο. Μετά το ’44 και μέχρι τις αρχές του ’50, ο φόβος και ο τρόμος των αγαθών, αλλά όχι αθώων νοικοκυρέων, ήταν μια οικογένεια, οι Καταλάνοι, και κυρίως ο μεγαλύτερος αδερφός. Δεν έμαθα ποτέ εάν το όνομά τους ήταν παρατσούκλι για το νταηλίκι και τη βία ή καταγόντουσαν πράγματι από κάποιον αρκεβουζιέρη του περίφημου Ροζέ Ντε λα Φλορ, του δουκάτου της Αθήνας. Θεωρούσαν όλοι ότι αυτοί ανήκαν στον υπόκοσμο αλλά κυκλοφορούσαν ελεύθερα στη γειτονιά μέσα στο γενικό κλίμα ασυδοσίας που κυριαρχούσε. Ήταν γνωστό σε όλους ότι το μεγαλύτερο μέρος, εάν όχι όλος ο υπόκοσμος της προπολεμικής και κατοχικής παρανομίας, είχε συνταχθεί με τη Βασιλική και Εθνικόφρονη παράταξη. Αυτή η συμμαχία έδινε και το ελεύθερο της ύπαρξής τους στη μεταπολεμική Αθήνα και εξαργύρωνε τη στάση τους τον Δεκέμβρη.

Αυτό που λέγεται «άλλαξε δρόμο όταν τον είδε», είναι ένα γεγονός που έχω δει με τα μάτια μου. Ο μεγάλος αδελφός κυκλοφορούσε με τρεις τέσσερις πίσω του, ίσως τα αδέλφια του, ψηλός, μαυριδερός, ξερακιανός, θα μπορούσε να πει κανείς, με τα σημερινά όμως μέτρα, ωραίος άντρας, λεβέντης. Άψογο ντύσιμο και παπούτσια πάντα φρεσκογυαλισμένα. Το σακάκι ανοιχτό, και στη ζώνη περασμένο ένα περίστροφο, ένα Nagan  ρώσικο, εννιάσφαιρο. Η εποχή, μας είχε κάνει ξεφτέρια στα όπλα, σπάνιο κομμάτι, που το είχε βρει; Άγνωστο.

Από το γεγονός ότι τον φοβόντουσαν όλοι, κι εγώ μαζί, αλλά αυτός κυκλοφορούσε άφοβα με τη συνοδεία του, γινόταν η φιγούρα του άκρως γοητευτική. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο, ήταν ένα αντιφατικό συναίσθημα φόβου και έλξης που με πλημμύριζε και στο οποίο είχε συντελέσει καταλυτικά το ότι όποτε συναντιόμαστε, γιατί δεν άλλαζα πεζοδρόμιο όπως οι άλλοι, κάτω από το καλοψαλιδισμένο μουστάκι του σχηματιζόταν μια υποψία χαμόγελου και μου ‘κλεινε το μάτι. Με τον καιρό, μαζί με το υπομειδίαμα ακουγόταν κι ένα μουγκρητό: «γεια».
Τις δουλειές του δεν τις ήξερε κανείς. Λέγαν πολλά για νταηλίκια, για γυναίκες, για εκβιασμούς, ακόμα και για φόνους. Τίποτα συγκεκριμένο όμως. Το μόνο γνωστό ήταν ότι είχε ένα νυχτερινό κέντρο που το ονόμαζαν «Χαβάη». Τι γινόταν ακριβώς εκεί; Μυστήριο. Η πιτσιρικαρία οργίαζε, κυρίως ιστορίες με γυναίκες που μπαινόβγαιναν. Κάποτε η «Χαβάη» μεταφέρθηκε στο ημιυπόγειο του «Περοκέ», όπου πριν στεγαζόταν ένα καφενείο, στις τζαμαρίες του οποίου εμφανιζόταν τους πρώτους μήνες μετά την κατοχή η εικόνα της «Παναγίας», με πλήθη υστερικών γυναικών να συρρέουν απ’ όλη την Αθήνα για να προσκυνήσουν και να σταυροκοπηθούν. Αυτά όμως είναι άλλη ιστορία.

Μια μέρα στεκόταν στο πεζοδρόμιο έξω από τη «Χαβάη», οι ταξιτζήδες της πιάτσας που υπήρχε μπροστά στο μαγαζί ήταν μαζεμένοι όλοι στο απέναντι πεζοδρόμιο που είχε σκιά, στην πραγματικότητα όμως για τον φόβο των Ιουδαίων. Συνομιλούσε με μεγάλη οικειότητα, σχεδόν την ακουμπούσε, με μια μεσόκοπη, ή καλύτερα γριά, βαμμένη απαίσια, και με φουστάνια παρδαλά, σαν γύφτισσα. Τι ήταν αυτό; Απόρησα, περίμενα ίσως, ο ήρωάς μου να σχετίζεται μόνον με πριγκίπησσες ή νεράιδες, ή έστω γοργόνες, λόγω Χαβάης, τα μάτια μου απορημένα με προδώσανε. Το ‘πιασε, και όπως περνούσα, το υπομειδίαμα έγινε χαμόγελο. «Απ’ όλα έχει ο μπαξές», μούγκρισε.
Η σύγχυσή μου χτύπησε κόκκινο. Καταρχάς, μου μίλησε, το κυριότερο όμως ήταν, πώς κατάλαβε την απορία μου, τι με πρόδωσε; Και τι σήμαινε «μπαξές»;

Κάθε καλοκαίρι, θυμάμαι τον Καταλάνο. Απ’ όπου κι αν βρίσκεται, παράδεισο ή κόλαση, κανείς δεν ξέρει, με κοιτάει, το χαμόγελό του έχει γίνει καγχασμός, Κωστάκη, μου λέει, «απ όλα έχει ο μπαξές».

Ο καλοκαιρινός μπαξές βρίσκει την αποθέωσή του σε ένα πιάτο, ελληνικό ή τούρκικο, λίγο με νοιάζει. Στο «τουρλού». Κάθε λογής καλοκαιρινά λαχανικά, κομμένα, στο φούρνο ή και στην κατσαρόλα: μελιτζάνες, κολοκύθια, ντομάτες, κρεμμύδια, μαϊντανά, σκόρδα, με πατάτες φτουράει, και με συνοδεία φέτας, γίνεται πιο βαλκανικό. Μερικοί «εστέτ» προσθέτουν φασολάκια, ακόμη και μπάμιες. Απουσιάζουν τα αγγούρια, που τρώγονται ωμά, σαν σούσι ας πούμε.

Την εποχή του τουρλού, το καλοκαίρι δηλαδή, η πολύπαθη χώρα, καταλαμβάνεται από ένα «allez-vous-en», μια έκρηξη κουλτούρας, να πούμε, και εκτινάσσεται στα ύψη του πνευματικού χώρου, μετά απ’ την κακομοιριά και την κατάθλιψη του χειμώνα.
Οι παμπόνηροι δήμαρχοι παθαίνουν κάτι που μοιάζει με κλιμακτήριο σύνδρομο. Υπερδιέγερση και υπερκινητικότητα, άγχος και πίεση. Ακολουθούνται παντού, από συμβούλους, ειδικούς και υπεύθυνους για τη διάδοση της κουλτούρας στις μάζες, στο λαό ή στους πολίτες, ανάλογα με την κομματική τοποθέτηση του δήμαρχου.
Γιορτές, πανηγύρια και πολύ φεστιβάλ. Παραδοσιακά άλλοθι ή μεταμοντέρνες προτάσεις και πλήθος εισαγόμενα. Αρχαίοι πρόγονοι, άγιοι και επέτειοι, ταλαιπωρούνται αφάνταστα.

«Όπου γάμος και χαρά, η Μπιρμπίλω πρώτη». Διαγωνισμοί και αγώνες: δρόμου, βάδην, ορειβασίας, ιστιοπλοϊκοί, ποδηλατικοί, ακόμα και water ski. Συναυλίες, χοροί, μουσικές και τραγούδια, θεατρικά, απαγγελίες και αφηγήσεις παραμυθιών, παντομίμες και καραγκιόζηδες. Ό,τι καινοφανές και κενοφανές μπορεί να φανταστεί κανείς. Πρωταγωνιστές, πρωταθλητές, ντίβες και σταρς. Λόγια, πολλά, πάμπολλα και στοχασμοί. Αχ, αυτοί οι στοχασμοί και τα τσιτάτα, τι βαρεμάρα! Σοφίες, κλεμμένες και πρόχειρες. Και διδασκαλίες. Μεγάλη μόδα, τα «εναλλακτικά». Γιόγκες διαφόρων ειδών και προελεύσεων, και διαλογισμοί κάθε λογής. Και άπειροι «γκουρού» και «γκουρουδάκια» και «γκουρουδίτσες», άπειροι στον αριθμό και στη ζωή, παπαγαλίζουν. Θεραπευτικά σεμινάρια, με φρούτα, με μέλι, με βεντούζες και κλύσματα. Σεμινάρια παντός είδους, νέο φρούτο, τα «retreat», όπου μόνον τέτοια δεν είναι. Σεμινάρια οινογνωσίας, γευσιγνωσίας, αφύπνισης και αυτογνωσίας, κυρίως όμως «οικονομισίας».
Όλα αυτά σε επαρχιακό, εξωτικό ή κοσμοπολίτικο περιτύλιγμα και κλίμα. Κυρίως όμως σε κλίμα «Ζεν». Πολύ ζεν. Όσο πιο πολύ ζεν βάλει ο οργανωτής, τόσο πιο πολύ εξασφαλίζεται η επιτυχία. Ζεν με απ’ όλα. Σκέτο ή με τζατζίκι, πάντα όμως οικολογικό.

Οι νέοι, έτοιμοι να ηδονιστούν με οτιδήποτε, εισαγόμενο ή ντόπιο, προκειμένου να αποδράσουν απ’ το εφιαλτικό και αβέβαιο μέλλον που τους ετοίμασαν οι γονείς και οι άλλοι προπάτορες. Οι μεγάλοι για να ξανανιώσουν, να αισθανθούν πάλι, να γεμήσουν το κενό μιας ένοχης αλλά αξιοπρεπούς αθλιότητας, γρήγορα, αγχωτικά, πιεστικά, πριν προλάβει να ξανάρθει ο χειμώνας και πέσουν όλοι και όλα πάλι στην ευδαιμονική αλλά και εφιαλτική νάρκη.
Τότε, το χειμώνα δηλαδή, θα αλλάξει και η ποικιλία του μπαξέ. Μαρούλια, λάχανα και κουνουπίδια, βρούβες, μπρόκολα και πράσα, αν και η τεχνογνωσία της μετάλλαξης, η παγκόσμια αγορά, τα θερμοκήπια και το τεχνητό κλήμα προσφέρουν ολοχρονίς τον ίδιο μπαξέ.

Διαχέεται με αυτόν τον τρόπο, τον πιεστικό, η ψευδαίσθηση μιας «γκλαμουράτης» δυνατότητας επιλογής που προκαλεί και προκαλείται από την ατομιστική και καταναλωτική μανία. Ο εγωιστικός πληθωρισμός και η αυτοματικής αντίδρασης life style  μηχανοποίηση της κριτικής ικανότητας, επιτρέπει να φιλοσοφίζουν οι διαφημιστές, οι παραγωγοί και προαγωγοί του μάρκετινγκ. Η χειραγώγηση εμπρόθετη, με στόχο το κέρδος και την κυριαρχία του άνομου κεφάλαιου, σωρευμένου και ρευστού.
Στην πραγματικότητα αυτή η πολύπλοκη, άναρχη και χωρίς νόημα προσφερόμενη ποικιλία ανάλωσης του ελεύθερου χρόνου, με ύπουλη τέχνη, κρύβει την ομοιομορφία μιας σκλαβιάς. Σκλαβιά, που προκύπτει από την οργάνωση του κενού της ζωής των ανθρώπων που δέχτηκαν την κατανάλωση και την τηλεπικοινωνία σαν τον κύριο και ίσως μόνο λόγο και τρόπο της κοινωνικής τους ύπαρξης.

Τα διήμερα week-ends όταν οι μισοί εργάζονται, ή καλύτερα δουλεύουν δέκα μέρες τη βδομάδα. Τα κοινωνικά δίκτυα, τι ευφημισμός αλήθεια, για έναν προνομιούχο «κατινισμό», δεν έχουν την δυνατότητα να γεμίσουν τη ζωή και τον ελεύθερο χρόνο που προκύπτει σαν υπεραξία από την γενικευμένη χρήση των μηχανημάτων και της ψηφιακής αφυσικότητας. Υπεραξία χρόνου, που απ’ τη φύση της μη υλικότητάς του δεν κεφαλαιοποιείται, πρέπει οπωσδήποτε να ξοδευτεί. Το κενό και το ανικανοποίητο υπάρχει μόνιμα και θα μεγαλώνει συνεχώς, όσα κι αν προσφέρει ο μπαξές της κοινωνίας χωρίς στόχους, χωρίς ανθρώπινους στόχους. Ένα είδος «θερμικού» θανάτου των συνειδήσεων σε ένα σύστημα που αυξάνει συνεχώς την αρνητική εντροπία του.

1 σχόλιο :

  1. Η ιστορία με τον Καταλάνο με ταξίδεψε σε μια άλλη εποχή , που ενώ δεν ήταν ειδυλλιακή - κάθε άλλο - μέσα από την αναδρομική σου αφήγηση παίρνει ένα ιδιαίτερο χρώμα , γίνεται κοντινή και σίγουρα πολύ γνησιότερη του σύγχρονου "τουρλού"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια: