Η διαστροφή να μην είσαι ο εαυτός σου (12-11-2016)


Απ’ το τέλος του εμφύλιου πολέμου μέχρι σήμερα, δεν κατάφερα να βρω μια κυβέρνηση που να μην ανακάτεψε με την κουτάλα της το «καζάνι» της παιδείας. Είναι ανεξήγητο το γεγονός ότι καμία πολιτική παράταξη δεν αναγνώρισε στους αντιπάλους της κάτι θετικό από όσα έκαναν για την παιδεία.
Εξαίρεση, για τριάντα τόσα χρόνια η «προκρούστρειας» έμπνευσης μέθοδος και ο τρόπος εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Η αφυσικότητά της εγγυάται σε μεγάλο βαθμό το «αδιάβλητο» και έτσι είναι όλοι ικανοποιημένοι. Η εξυπηρέτηση μιας δήθεν λειτουργικότητας εξαφανίζει τα μεγάλα ανθρώπινα, ηθικά, φιλοσοφικά και πρακτικά προβλήματα που δημιουργεί.
Η ικανοποίηση ότι κανείς πονηρός δε θα μπει στον παράδεισο του πανεπιστημίου είναι αρκετή ώστε να ισοσταθμίσει χιλιάδες αποτυχημένες σπουδές και την παραγωγή νέων πολιτών οι οποίοι δεν έχουν εσωτερική σχέση με το αντικείμενο της σπουδής τους ή αυτό που αισθάνονται γι αυτή κυμαίνεται από την αδιαφορία μέχρι την απέχθεια. Στο σύστημα αρκεί να ταιριάζουν τα μόρια. Τι στελεχιακό δυναμικό μπορεί να προκύψει από μια τέτοια διαδικασία; Η επιστημονική κρατική κουλτούρα αλλά και η διανόηση είναι ανίκανες να συλλάβουν το πρόβλημα στην ολότητά του.
Σαν να μην έφτανε αυτή η αφυσικότητα, το ότι παραδοθήκαμε στον πολιτισμό της νέας τάξης και της παγκόσμιας αγοράς απαιτεί τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά. Η προσπάθεια απόκτησης ενός επαγγέλματος, το βόλεμα, το αποτυχημένο σχολείο, η αγορά των φροντιστηρίων, περιθωριοποίησαν όσο ανθρώπινο πολιτισμό είχε απομείνει.

Ένα τέτοιο σημείωμα είναι αδύνατον να καλύψει όλες τις πτυχές ενός τόσο μεγάλου και σοβαρού προβλήματος. Παρόλα αυτά με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι η υποτιθέμενη δωρεάν παιδεία καλύπτει, με μια αισχρή κουρελαρία, τον ταξικό χαρακτήρα του συστήματος, που στερεώθηκε τα τελευταία χρόνια. Τα φροντιστήρια-επιχειρήσεις και τα ΜΜΕ-επιχειρήσεις συμπληρώνουν την τριάδα της αμαρτίας.
Το σύστημα ευνοεί μια ελίτ πολιτών χωρίς άμεσα οικονομικά προβλήματα, ενώ στους πολλούς, οι οποίοι κατά κανόνα πρέπει να κόψουν το λαιμό τους, προσφέρει την αγοραία αντίληψη ενός καταναλωτικού συμβιβασμού με την απουσία δυνατότητας καλλιέργειας και γνωστικού πολιτισμού.
Έτσι οι νέοι, αλλά και όλος ο πληθυσμός, στερούνται την σύνδεση και κοινωνία τόσο με την ελληνική ιστορική κληρονομιά όσο και με τον πολιτισμό της. Τα αδύνατα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα εγκαταλείπονται έρμαια στον αγοραίο, εισαγόμενο ή ντόπιο πολιτισμό των σκουπιδιών, ενώ συγχρόνως υποσκάπτεται η δημοκρατία και το ελεύθερο φρόνημα.
Η λεγόμενη διανόηση ίπταται στο κενό, αφού είναι ασύνδετη με την επιστήμη και απούσα από τα ΜΜΕ. Αυτά τα τελευταία, δεν έχουν δημιουργήσει στοχαστικά εργαλεία, παρόλον ότι βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με την πραγματικότητα, όποια κι αν είναι αυτή. Επιλέγονται οι ανούσιες και κενές κορώνες των πολιτικών, ο θόρυβος της διαμάχης τους για την εξουσία, η αισθητική του χυδαίου και η ενοχική συμπόνια των αστών. Τα κριτήρια είναι η καταναλωτική ή εμπορευματική αξία του προσφερόμενου προϊόντος, έτσι το αποκαλούν, υλικού ή υποτιθέμενα πνευματικού.

Σε αντίθεση με τις ανάγκες της πραγματικότητας  το σημερινό σύστημα εκπαίδευσης καλλιεργεί τη βαρβαρότητα. Μια βαρβαρότητα που έρχεται από τα βάθη του χρόνου για ό,τι είναι διαφορετικό. Μια βαρβαρότητα ανώνυμη και καταστροφική, ενός τεχνο-γραφειοκρατικού υποτιθέμενου πολιτισμού. Την βαρβαρότητα της λατρείας του κέρδους, της κατανάλωσης και της εμπορευματοποίησης των πάντων. Την βαρβαρότητα του ολοκληρωτισμού των ειδικών και της πολιτιστικής κυριαρχίας των σίριαλ. Τέλος, κάθε βαρβαρότητα με όποιο ρούχο κι αν φοράει.
Χιλιάδες «μορφωμένοι», πτυχιούχοι, μεταπτυχιακοί, μαστεράδες, όλοι άνεργοι ως επί το πλείστον, αφού επιμένουν να εργαστούν στον τομέα που κατά τύχη σπούδασαν. Χωρίς κλασσική καλλιέργεια, αλλά ούτε και πολιτική ή κοινωνική συνείδηση, συγκροτούν ένα επιστημονικό δυναμικό, χωρίς ελπίδα εξέλιξης, τόσο στο ατομικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο.
Φύλακες των αρχαίων ερειπίων, αιχμάλωτοι του αλφαβήτου και μιας γλώσσας που δε μιλιέται από άλλους. Ξεχωριστοί από τους δυτικούς και τους ανατολίτες, ακόμα κι από τους ομόδοξους Σλάβους, οι Έλληνες θέλουν πάσει θυσία να αισθάνονται ότι υπάρχουν. Γιαυτό υποκρίνονται, παριστάνουν.
Παριστάνουν κάτι άλλο από αυτό που είναι. Η εικόνα και η παράσταση σκηνοθετείται τόσο επιδέξια, ώστε στο τέλος την πιστεύουν και οι ίδιοι. Κυβερνάει ένα αφύσικο γόητρο.

Ένα κυβερνητικό αυτορυθμιζόμενο σύστημα, στην ουσία, αποτελείται από τρία υποσυστήματα, δραστηριότητες θα μπορούσαμε να πούμε, που συνεργάζονται με κοινό στόχο την ευρυθμία, τόσο την εσωτερική όσο και αυτή με το περιβάλλον. Η δραστηριότητες αυτές είναι: η ανίχνευση, δηλαδή, συλλογή και επεξεργασία πληροφοριών για το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον του συστήματος. Έπεται η σύγκριση με το πρόγραμμα, δηλαδή, με τους σκοπούς και τους στόχους του συστήματος, που περιλαμβάνουν και τις υφιστάμενες δυνατότητες και αυτές που μπορούν να καλλιεργηθούν. Η Τρίτη δραστηριότητα είναι η ρύθμιση. Δράση όπου ρυθμίζονται οι αποκλίσεις. Απ’ αυτή τη δομή συνάγεται ότι αν οι πληροφορίες είναι νοθευμένες ή ψευδείς, αν το πρόγραμμα περιλαμβάνει ανέφικτους στόχους και ανεπίκαιρους σκοπούς, καμία ρύθμιση δεν είναι δυνατόν να γίνει, ειδικά για ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα όπως είναι ο άνθρωπος και η κοινωνία. Ούτε και καμία ευρυθμία μπορεί να υπάρξει.

Παρόλον ότι χρησιμοποιούμε την έκφραση «ελληνικό πνεύμα», στην πραγματικότητα από την ελληνική σκέψη δεν δημιουργήθηκε ένα κυρίαρχο δόγμα, ούτε καν μία μοναδική ή έστω κυρίαρχη άποψη ή αντίληψη. Αντίθετα, δημιουργήθηκαν πολλές, και στις περισσότερες περιπτώσεις αντιφασικές, αλληλοσυγκρουόμενες, αντίθετες και αλληλοαναιρούμενες.
Οι πολλοί αντιλαμβάνονται αυτό το συνάθροισμα απόψεων σαν ένα σωρό γνώσεων, αφού δε μπορεί να γίνει αντιληπτό σαν λειτουργικό σύνολο. Κάθε τέτοιο σύστημα, χωρίς δηλαδή ευδιάκριτη δομή, δίνει την εντύπωση της «σύγχυσης» και κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται ένας σωρός προγραμμάτων, πιθανών λύσεων και ρυθμίσεων όπου η επιλογή γίνεται αποσπασματικά και κατά το συμφέρον του υποκειμένου.

Αυτού του είδους η χρήση της γνώσης δημιουργεί εκτός από τα άλλα και τη δυνατότητα μιας, ας πούμε, «ηθικής εκμετάλλευσης» της ελληνικής σκέψης αφού αποσπασματικά μπορεί να προσφέρει επιχειρήματα και σε αντίθετους ή αντιφασικούς πόλους.
Από τους Έλληνες «ορθολογιστές» φιλόσοφους, όπως ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας και άλλοι, δεν προέκυψε ένας μετασχηματισμός της μυθολογικής ιδέας που είχαν οι Έλληνες για τον κόσμο και η δημιουργία μιας λογικής ή επιστημονικής άποψης, πόσο μάλλον ενιαίας. Αυτή ήρθε από τη Χριστιανική Δύση σαν προϊόν συνύφανσης της Δυτικής σκέψης με κύριο «ξενιστή» τη σκέψη του Αριστοτέλη και των άλλων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως αυτή είχε γίνει κατανοητή και ερμηνεύτηκε από τους Δυτικούς. Ο μύθος για τους Έλληνες δεν ξεπεράστηκε, ούτε έγινε κατορθωτό να ξεριζωθεί, παρ’ όλες τις πολύχρονες προσπάθειες των Χριστιανών θεολόγων. Ευτυχώς, λέω, αλλά δεν πέτυχε να συμβιβαστεί με τη Δυτική λογική. Έτσι το γνωστικό κεφάλαιο στο γενετικό κώδικα των Ελλήνων γίνεται ένα εκρηκτικό μείγμα.

Η μυθολογία, η Αρχαία Ελληνική σκέψη, η Ρωμαϊκή ακολουθία της, κακοχωνεμένη και αναφομοίωτη από τους Δυτικούς, το δόγμα των Ορθοδόξων Χριστιανών και ό,τι βάλλει ο νους του ανθρώπου, επιστρέφει και εισάγεται στην ελληνική σύγχρονη κοινωνία και γίνεται η πηγή της εξομοίωσης και της μηχανιστικής σκέψης. Ο Έλληνας από ευγενής διανοούμενος που αφομοίωνε τους πολιτισμούς και έδειχνε αυτή την αφομοίωση με έργα, κατάντησε ένας παρίας εξομοιωτής, ο πτωχός παπαγάλος, ή ο ζημιάρης μακάκος, που αντιγράφει και μιμείται ό,τι αρνητικό παράγει η Δύση.

Αν όλα αυτά ανταποκρίνονται στην αλήθεια και προστεθούν στην πολύτροπη επιλογή που προικίζει η Ελληνική Σκέψη την ανθρώπινη ευφυία, η σύγχυση που επικρατεί στους Έλληνες σήμερα αιτιολογείται πλήρως, εάν δεν δικαιολογείται.

Σ’ όλες τις καταστάσεις, ακόμη και στις πιο αρνητικές, υπάρχει κάτι θετικό, έστω ελάχιστο. Η διεύρυνση και η καλλιέργειά του μπορεί να αλλάξει το αρνητικό πρόσημο. Αρκεί ένα μικρό βήμα προς την ποιότητα.

1 σχόλιο :

Σχόλια: